Του Ιωάννη Κρασσά
Η μάχη των Θερμοπυλών αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα γεγονότα της περιόδου των Περσικών Πολέμων (482-479 π.Χ.), της αρχαίας ιστορίας της Ελλάδος. Ο σαραντάχρονος Βασιλεύς της Περσίας Ξέρξης A’, μετά την ήττα του πατέρα του Δαρείου Α΄ (550-480 π.Χ.) στον Μαραθώνα το 490 π.Χ., αποφάσισε να καταλάβει όλη την Ελλάδα. Ο ιστορικός Ηρόδοτος (484-410 π.Χ.) στην ιστορία του στο Ζ΄ Κεφάλαιο «Πολύμνια», αφηγείται με ακρίβεια και γλαφυρότητα για το τι διαδραματίσθηκε εκείνη την εποχή.
Η Περσική αυτοκρατορία αποτελούσε την μοναδική υπερδύναμη της εποχής της. Είχε έκταση 5,5 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, εκτεινόμενη από τα Βαλκάνια και την Αίγυπτο στα δυτικά, στο μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής και Κεντρικής Ασίας στα βορειοανατολικά, έως την κοιλάδα του Ινδού ποταμού στα νοτιοανατολικά. Η επέκτασή της προς δυσμάς και ο έλεγχος της Μεσογείου ήταν ζωτικής σημασίας για την διατήρηση της κυριαρχίας της. Ο Ξέρξης ήθελε να εξαλείψει μια εν δυνάμει απειλή και να αυξήσει την ισχύ του. Η τακτική αυτή εφαρμόζεται από την αρχή της ιστορίας και συνεχίζεται στις ημέρες μας. Η Ρωσία θέλει να καταλάβει την Ουκρανία, η Κίνα την Ταϊβάν και οι ΗΠΑ την Γροιλανδία. Η κατάληψη της ισχυρής στρατιωτικά και ναυτικά Ελλάδος θα οδηγούσε στην υποταγή και άλλους λαούς, όπως εύστοχα είπε ο Ξέρξης:«οὕτω οἵ τε ἡμῖν αἴτιοι ἕξουσι δούλιον ζυγὸν οἵ τε ἀναίτιοι. (Έτσι θα μπουν στο ζυγό της σκλαβιάς κι όσοι μας έφταιξαν κι όσοι δε μας έφταιξαν). Ηρόδοτος (7.8γ2)».
Η προετοιμασία
Ο Ξέρξης συγκέντρωσε στρατιώτες και πλοία από όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας του. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι η συνολική δύναμη του στρατού ανερχόταν σε 1.7000.000 άνδρες, ενώ ο στόλος του αριθμούσε 3.000 πλοία. Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη (80-20 π.Χ.) η στρατιά είχε 800.000 στρατιώτες, ενώ σύγχρονοι μελετητές εκτιμούν ότι οι μάχιμοι δεν υπερέβαιναν τις 70 με 80.000 (Τζων Λαζενμπί (1934-2024) & Γκρεγκ Άντερσον). Οι προετοιμασίες για την υποστήριξη της περσικής στρατιάς ξεκίνησαν 3 χρόνια πριν την έναρξη της εκστρατείας. Διάνοιξαν διώρυγα στην χερσόνησο του Άθωνος, κατασκεύασαν γέφυρες και αποθήκευσαν τρόφιμα κατά μήκος της διαδρομής μέχρι τον ποταμό Αλιάκμονα (ανατολικό όριο της αυτοκρατορίας), προκειμένου να απαλλαγούν από τη δουλεία της μεταφοράς εφοδίων. Στις αρχές Ιουνίου οι στρατιώτες του Ξέρξη διεκπεραιώθηκαν στην Ευρώπη διαβαίνοντας τον Ελλήσποντο χρησιμοποιώντας δύο πλωτές γέφυρες, έργο άξιον θαυμασμού Ελλήνων μηχανικών. Η κάθε γέφυρα είχε μήκος περί τα 1.200 μέτρα και χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή τους 360 και 314 διαφόρων τύπων πλοία αντίστοιχα.
Οι Δυνάμεις των Ελλήνων
Η Αθήνα και η Σπάρτη συμμάχησαν για την υπεράσπιση της Ελλάδος. Χωρίς τη συμμετοχή αυτών των δύο πόλεων δεν υπήρχε περίπτωση να αντιμετωπισθεί ο εισβολέας. Σ’ αυτές προστέθηκαν άλλες 13 πόλεις, η Κόρινθος, η Τροιζήνα, τα Μέγαρα, η Σικυών, η Επίδαυρος, η Τίρυνθα, οι Πλαταιές, οι Μυκήνες, οι Θεσπιές, η Ερμιόνη, η Φλειούς (πλησίον της Νεμέας) και οι περιοχές της Αρκαδίας και Ηλείας. Οι περιοχές που μήδισαν (προσχώρησαν στους Πέρσες) ήσαν οι Θεσσαλοί, οι Δόλοπες (Άγραφα), οι Αινιάνες (περιοχή Σπερχειού), οι Λοκροί (Φωκίδα-Αιτωλοακαρνανία) πλην Οπουντίων (Αταλάντη), οι Μάγνητες (Πήλιο-Όσσα), οι Μαλιείς (κοιλάδα Σπερχειού), οι Αχαιοί της Φθιώτιδος, οι Θηβαίοι και άλλοι Βοιωτοί πλην Θεσπιέων και Πλαταιέων.
Οι υπόλοιπες πόλεις αδράνησαν, ή συμμετείχαν στους Ολυμπιακούς αγώνες, οι οποίοι διεξήχθησαν κανονικά το καλοκαίρι της Περσικής εισβολής. Όταν ο Ξέρξης πυρπολούσε την Αθήνα, οι επιλέξαντες την αποχή διαγωνιζόντουσαν στο στίβο αναμένοντες που θα επικαθήσει το σφαιρίδιο (που θα κάτσει η μπίλια). Ο Λεωνίδας διέθετε 6.400 οπλίτες (Ηρόδοτος) ή 7.400 (Διόδωρος), εκ των οποίων οι 300 ήσαν Σπαρτιάτες και οι υπόλοιποι από διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδος: 900 Λακεδαιμόνιοι περίοικοι, 1.120 Αρκάδες, 500 Μαντινείς, 500 Τεγεάτες, 400 Κορίνθιοι, 200 Φλειούντιοι, 80 Μυκηναίοι, 1.000 Φωκείς, 700 Θεσπιείς, 400 Θηβαίοι και 300 Οπούντιοι Λοκροί. Η απαγόρευση διεξαγωγής στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά την διάρκεια της εορτής των Καρνείων, υποχρέωσε τον Λεωνίδα να ονομάσει σωματοφυλακή το στρατιωτικό τμήμα του οποίου ηγήθηκε. Οι επιλεγέντες έπρεπε να είναι άνω των τριάντα χρόνων και να έχουν αποκτήσει τουλάχιστον έναν υιό.
Η Εκπαίδευση των Σπαρτιατών
Η «Σπαρτιατική Αγωγή» είχε σαν μοναδικό σκοπό την διαπαιδαγώγηση όλων των πολιτών στην τέχνη των όπλων, προκειμένου να είναι σε θέση να υπερασπισθούν τα πάτρια. Χωρίς υπερβολή η Σπάρτη υπήρξε μία πόλις στρατώνας, όπου η νεολαία εκπαιδευόταν υπό τις πλέον σκληρές συνθήκες για να αντέχει στις κακουχίες του πολέμου. Οι γονείς κρατούσαν μόνο τα υγιή παιδιά, τα ασθενή κατέληγαν στη χαράδρα του Καιάδα. Σε ηλικία 5 χρονών τα παρέδιδαν στο στρατώνα, όπου για τα επόμενα 15 χρόνια η ανατροφή τους αποτελούσε ευθύνη της πολιτείας.
Στα είκοσι αποκτούσαν τα δικαιώματα των Σπαρτιατών πολίτων. Νυμφεύονταν μετά την έγκριση των γερόντων και του πατέρα της νύφης, πήγαιναν όμως στο σπίτι τους μόνο την νύχτα και όχι καθημερινώς. Στα τριάντα μπορούσαν να ζήσουν με την οικογένειά τους και να συμμετέχουν στην επίβλεψη της εκπαιδεύσεως των ανηλίκων, των εφήβων και των νεότερων ανδρών.
Το Σχέδιο Αμύνης
Τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου του 480 π.Χ, ο Λεωνίδας με το στράτευμά του έφτασε στις Θερμοπύλες. Στην περιοχή υπήρχαν θερμές θειούχες πηγές, από τις οποίες η διάβαση έλαβε το πρώτο συνθετικό της ονομασίας της το «Θερμό», ενώ το δεύτερο «πύλες» παραπέμπουν στο μικρό εύρος της. Η στενωπός φράζει την μοναδική βατή οδό από την Φθιώτιδα προς την Λοκρίδα και σχηματίζεται μεταξύ των νοτιοανατολικών υπωρειών (πλαγιών) του όρους Καλλιδρόμου και του Μαλιακού κόλπου. Έχοντας γνώση της Ανοπαίας ατραπού (μονοπατιού), η οποία παράκαμπτε τις Θερμοπύλες ανέθεσε στους 1.000 Φωκείς να επωμισθούν την φύλαξή της. Ο Ελληνικός στόλος κινείτο μαζί με το στρατό στα παράλια και αναμετρήθηκε μάλιστα με τον περσικό στην ναυμαχία του Αρτεμισίου (βόρειο άκρο Ευβοίας).
Ο Διηνέκης ήταν ένας εκ των 300 και κατά τον Ηρόδοτο, όταν ένας κάτοικος της περιοχής το πληροφόρησε ότι οι βάρβαροι είναι τόσοι πολλοί ώστε ο ήλιος θα αποκρυβεί από το πλήθος των βελών, αυτός απάντησε, «ὑπὸ σκιῆ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ (ἡ μάχη θὰ διεξαχθεῖ ὑπὸ σκιὰ καὶ ὄχι ὑπὸ τὸν ἥλιο». Η θυσία των Ελλήνων κατέστησαν τις Θερμοπύλες αιώνιο σύμβολο της μέχρι εσχάτων αντιστάσεως και αποτέλεσε πηγή εμπνεύσεως πολλών καλλιτεχνών.
H Μάχη
Τις δύο πρώτες ημέρες της μάχης οι Μήδοι, οι Κίσσοι και η Φρουρά των Αθανάτων απέτυχαν να νικήσουν τους Έλληνες. Οι δυνάμεις του Λεωνίδα εναλλάσσονταν στην άμυνα, ενώ με την τακτική των σχεδιασμένων υποχωρήσεων αποδιοργάνωναν τους επιτιθέμενους, οι οποίοι στην συνέχεια υφίσταντο μεγάλες απώλειες από τις γρήγορες επιστροφές των άριστα εκπαιδευμένων Σπαρτιατών. Μετά τις αποτυχίες των δύο πρώτων ημερών, ο Ξέρξης αποφάσισε να παρακάμψει τις Θερμοπύλες. Το σώμα των αθανάτων υπό τον Υδάρνη, μέσω της Ανοπαίας ατραπού κατέληξε στην ανατολική πύλη, στα μετόπισθεν των Ελλήνων. Αυτό το πέτυχαν με την βοήθεια του Τραχίνιου ποιμένος Εφιάλτου, ο οποίος έναντι αμοιβής τούς οδήγησε δια μέσου των ορέων. Το χάραμα της 3ης ημέρας, οι 1.000 Φωκείς συνελήφθησαν κοιμώμενοι από τους Πέρσες και πανικόβλητοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους. Ο Λεωνίδας πληροφορήθηκε τον υπερκερωτικό ελιγμό των Περσών, αλλά αποφάσισε να παραμείνει στις Θερμοπύλες, παρόλο που γνώριζε ποια θα είναι η κατάληξη της μάχης. Οι Θεσπιείς παρέμειναν μαζί του εθελοντικά, οι Θηβαίοι «υποχρεωτικά», ενώ αποδέσμευσε τις δυνάμεις των άλλων ελληνικών πόλεων. Το πρωί της τρίτης ημέρας, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, είπε στους στρατιώτες του «να φάνε πρωινό, γιατί το βράδυ θα δειπνούσαν στον Άδη».
Η μάχη που ακολούθησε προσέλαβε επικές διαστάσεις, ειδικά μετά τον θάνατο του Λεωνίδα. Οι τελευταίοι επιζώντες αμύνθηκαν στο λόφο του Κολωνού και εξοντώθηκαν μέχρι ενός από τους Πέρσες τοξότες, πλην των Θηβαίων που παραδόθηκαν. Στο λόφου του Κολωνού ενταφιάστηκαν οι πεσόντες και επί του τάφου τοποθετήθηκε μαρμάρινη πλάκα με το επίγραμμα, «Ὦ ξεῖν, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῆδε κείμεθα τοῖς κείνων ρήμασι πειθόμενοι (Ὦ ξένε διαβάτη ποὺ περνᾶς, ἀνάγγειλε στοὺς Λακεδαιμόνιους ὅτι ταφήκαμε ἐδῶ, ὑπακούοντας στὰ προστάγματά τους)», που έγραψε ο Σιμωνίδης ὁ Κεῖος (556 -469 π.Χ.).
Ο Ελεύθερος Υπηρεσίας και ο Αγγελιοφόρος
Οι Σπαρτιάτες Αριστόδημος και Εύρυτος προσβλήθηκαν από μία σοβαρή οφθαλμική μόλυνση. Ο Λεωνίδας τους απομάκρυνε από την μάχη, γιατί στην ουσία δεν έβλεπαν. Ο Εύρυτος, όταν έμαθε ότι ο Λεωνίδας είχε διώξει τους άλλους Έλληνες και παρέμεινε στις Θερμοπύλες, διέταξε τον είλωτα να τον οδηγήσει στο πεδίον της μάχης, όπου μαχόμενος τυφλός σκοτώθηκε μαζί με τον βασιλέα του.
Ο Αριστόδημος μαζί μ’ έναν εκ των τριακοσίων ονόματι Παντίτη, ο οποίος στάλθηκε ως αγγελιοφόρος στην Θεσσαλία και επέστρεψε μετά την λήξη της συρράξεως, επέστρεψαν στην Σπάρτη. Από τους συμπολίτες τους θεωρήθηκαν ως «τρέσαντες», δηλαδή φυγόμαχοι και δειλοί, χαρακτηρισμός που αποτελούσε την χειρότερη προσβολή για ένα Σπαρτιάτη. Ήταν αναγκασμένοι να κρεμούν χρωματιστά κουρέλια στα ρούχα τους, δεν μπορούσαν να συνάπτουν νομικά έγκυρες συμφωνίες, να κατέχουν δημόσια αξιώματα, να νυμφεύονται και άλλα πολλά. Το χειρότερο όμως ήταν ότι υπόκειντο στην χλεύη και στην περιφρόνηση όλων.
Ο Παντίτης δεν άντεξε και αυτοκτόνησε, ο Αριστόδημος όμως υπέμενε καρτερικά περιμένοντας την ευκαιρία να αποκαταστήσει την τιμή του. Η ευκαιρία του δόθηκε στην μάχη των Πλαταιών, όπου παρατάχθηκαν όλοι οι ικανοί προς στράτευση (5.000 οπλίτες, πέραν των Μεσσηνίων και των ειλώτων). Ο Αριστόδημος πολέμησε γενναιότερα απ’ όλους και φονεύθηκε. Δεν του αποδόθηκαν οι προβλεπόμενες για τον θάνατό του τιμές, με την αιτιολογία ότι το κίνητρο της θυσίας του ήταν η αποκατάσταση της τιμής του και όχι η υπεράσπιση της πατρίδος του. Χάρις όμως στον Ηρόδοτο ο Αριστόδημος κέρδισε την αιωνιότητα.
Το Χρέος των Συγχρόνων Ελλήνων
Ο Βασιλεύς Παύλος (1901-1964) έδωσε εντολή για την κατασκευή μνημείου, το οποίο ανεγέρθηκε στο 200o χλμ. της παλαιάς εθνικής οδού Αθηνών-Θεσσαλονίκης. Ομογενείς Λακωνικής καταγωγής από τις Η.Π.Α συνεισέφεραν για το κόστος της κατασκευής. Τον ανδριάντα φιλοτέχνησε ο γλύπτης Βάσως Φαληρέας (1905-1979) από την Καρδαμύλη της Μάνης. Την 30η Ιουνίου 1955, πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια του μνημείου από τον Βασιλέα Παύλο.
Για την ανδρεία των λησμονημένων Θεσπιέων, που το σύνολο σχεδόν του ανδρικού πληθυσμού σκοτώθηκε κατά την μάχη ανεγέρθηκε ορειχάλκινο άγαλμα, μόλις το 1996. Αποτελεί όνειδος (ντροπή) για το σύγχρονο ελληνικό κράτος να μην έχει διαμορφώσει και αναδείξει όπως αρμόζει, όλα τα πεδία των μαχών των περσικών πολέμων.
Το Νόημα της Θυσίας
Ο εξηντάχρονος Βασιλεύς της Σπάρτης (Λεωνίδας), μετά από τριήμερο επικό αγώνα, έπεσε ηρωικά μαχόμενος, στην προσπάθεια του να ανακόψει την προέλαση του Ξέρξη προς την νότια Ελλάδα. Η απόφασή του Λεωνίδα δεν υπαγορεύθηκε από λόγους τακτικής για την κάλυψη των δυνάμεων που αποχώρησαν, ούτε λόγω του χρησμού της Πυθίας, σύμφωνα με τον οποίον η Σπάρτη θα καταστρεφόταν, εάν δεν θυσιαζόταν ο βασιλεύς της. Η σύγκρουση υπήρξε πρωτίστως ιδεολογική.
Ο Λεωνίδας ήθελε να αντισταθεί στην βία που προερχόταν από την τυφλή υποταγή, στην απόλυτη εξουσία του Πέρση μονάρχου. Πρόταξε την θέληση του ιδίου και των στρατιωτών του να υπερασπισθούν μέχρι θανάτου την ελευθερία τους, η οποία πήγαζε από την υπακοή στους νόμους που οι ίδιοι ψήφιζαν.
Οι Αρχαίοι ημών πρόγονοι δεν ανέμεναν το Ξέρξη να έρθει στη Αθήνα αλλά προσπάθησαν με ναυτική και στρατιωτική επιχείρηση να τον σταματήσουν προτού κατέλθει στην Ελλάδα. Το στρατηγικό τους δόγμα ήταν επιθετικό και όχι αμυντικό όπως των σύγχρονων απογόνων τους.
Ανεξάρτητα από την απολυτότητα των Σπαρτιατών, η θυσία του Αριστόδημου έχει τύχει της αναγνωρίσεως όλων των λαών διαχρονικά. Αποτελεί τον ορισμό του στρατιωτικού καθήκοντος. Όλοι οι λαοί έχουν τους ήρωες τους, για τους Έλληνες όμως ο ήρωας δεν ήταν απλώς ο γενναίος άνθρωπος που περιφρονεί τον θάνατο, αλλά εκείνος που προσφέρει τα πάντα για την υπεράσπιση της πατρίδος, υπακούοντας συγχρόνως σ’ ένα κώδικα τιμής που οι αρχαίοι Έλληνες περιέγραφαν με την λέξη αρετή. Η ευγενική αυτή αντίληψη έτυχε παγκοσμίου αναγνωρίσεως και αποτέλεσε πηγή εμπνεύσεως των διανοουμένων και των καλλιτεχνών, ανά τους αιώνες.
Οι στρατιωτικοί επιλέγουν ως αντικείμενο ενασχολήσεως να προετοιμάζουν τους εαυτούς τους και τους άνδρες τους, να υπερασπίζονται μέχρι θανάτου την πατρίδα. Ο Στρατηγός των ΗΠΑ Ντάγκλας Μακάρθουρ (1880-1964) στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του στο Ουέστ Πόιντ, δύο χρόνια πριν το θάνατό του, είπε: «Τό δικό σας εἶναι τό ἐπάγγελμα τῶν ὅπλων, τῆς θελήσεως γιά τή νίκη, τῆς βεβαίας γνώσεως ὅτι στό πόλεμο δέν ὑπάρχει ὑποκατάστατο τῆς νίκης, ὅτι ἄν χάσετε τό Ἔθνος θά καταστραφεῖ, ὅτι ἡ μεγαλύτερη ἐμμονή τῆς δημόσιας ὑπηρεσίας σας πρέπει νὰ εἶναι ἡ Πατρίδα, τὸ Καθῆκον και ἡ Τιμή, ».
Ο πόλεμος πρωτίστως αποτελεί αγώνα ηθικών δυνάμεων και ψυχικής αντοχής στον οποίον εμπλέκεται ολόκληρο το έθνος και όχι μόνο οι ένοπλες δυνάμεις. Καμία καινοτόμος ιδέα, κανένα έξυπνο όπλο, οποιαδήποτε αναδιοργάνωση, δεν μπορούν να εμφυσήσουν στο «ἐν ὅπλοις» προσωπικό την αποδοχή της προσφοράς της ζωής τους χάριν της πατρίδος, εφόσον και η ηγεσία του δεν είναι έτοιμη για την υπέρτατη θυσία.
Το να φοράς στολή και να κρατάς όπλο δεν σε κάνει οπλίτη. Άυπνοι νηστικοί, ματωμένοι, λασπωμένοι, υπό τη συνεχή απειλή των σφαιρών, των θραυσμάτων και των ωστικών κυμάτων οι ανδρείοι συνεχίζουν να πολεμούν, όσο ο αρχηγός τους στέκεται όρθιος. Αυτό είναι το ψυχικό μεγαλείο του αληθινού στρατιώτου, απαράλαχτο στο χρόνο, το οποίο ούτε πωλείται, ούτε αγοράζεται, στοιχείο που το κάνει κυριολεκτικά ανεκτίμητο. Τίποτα δεν υποκαθιστά το παράδειγμα όταν ηγείσαι ανθρώπων.
Στις Θερμοπύλες η δόξα και όχι η νίκη απένειμε στους πεσόντας το στέφανο της αιωνιότητος. Οι πρόγονοί μας επέλεξαν το θάνατο, ασυμβίβαστοι σε ότι είχε να κάνει με τις αρχές τους. Οι σύγχρονοι Έλληνες έχουμε χάσει την αγωνιστικότητά μας, ασυμβίβαστοι σε ότι «απειλεί το βόλεμα μας».
«Τιμὴ σ’ ἐκείνους ὅπου στὴν ζωή των, ὅρισαν καὶ φυλάγουν Θερμοπύλες. Ποτὲ ἀπὸ τὸ χρέος μὴ κινοῦντες ». Από το ποίημα “Θερμοπύλες” του Κωνσταντίνου Καβάφη (1863-1933).
Ο Ιωάννης Κρασσάς είναι Αντιστράτηγος ε.α.