Για ένα ακόμη χρόνο θα παραμείνουν στην… «αφάνεια» οι μεγαλοφειλέτες του δημοσίου. Αυτοί που έχουν φορέσει φέσι σε εφορία και ασφαλιστικά ταμεία, με ποσά που υπερβαίνουν τα 150.000 ευρώ ήταν να γνωστοποιηθούν στο τέλος του Ιουνίου.
Τελικά με απόφαση των υφυπουργών Οικονομικών Απόστολου Βεζυρόπουλου και υφυπουργού Εργασίας Πάνου Τσακλόγλου οι μεγαλοοφειλέτες θα παραμείνουν άγνωστοι στο ευρύ κοινό μέχρι τον Ιούνιο του 2023. Η τελευταία δημοσιοποίηση της λίστας όσων χρωστάνε σε Εφορία και ΕΦΚΑ, ποσά άνω των 150.000 ευρώ, έγινε στις 30 Ιουνίου του 2019 και οι λίστες επικαιροποιήθηκαν στις 9 Οκτωβρίου 2019 για τα φυσικά πρόσωπα και στις 4 Δεκεμβρίου 2019 για τα νομικά πρόσωπα.
Η λίστα της ΑΑΔΕ και του ΕΦΚΑ που, επρόκειτο να δημοσιοποιηθεί στις 30 Ιουνίου, αλλά αναβλήθηκε για ένα έτος, θα περιλάμβανε περίπου 30.000 φυσικά και νομικά πρόσωπα που χρωστούν πάνω από ένα έτος ποσά άνω των 150.000 ευρώ έκαστος. Για τους περισσότερους μεγαλοοφειλέτες τα χρέη πάνε πολλές δεκαετίες πίσω, ενώ στις καταστάσεις βρίσκονται πτωχευμένες επιχειρήσεις που έχουν αφήσει «φέσια» εκατομμυρίων ευρώ σε Εφορία και Ασφαλιστικά Ταμεία, τα οποία ουσιαστικά έχει «διαγράψει» ο εισπρακτικός μηχανισμός.
Το συνολικό ληξιπρόθεσμο χρέος προς το Δημόσιο που έχει συσσωρευτεί ανέρχεται σε 112,5 δισ. ευρώ. Από τα 4,7 εκατομμύρια φορολογούμενων που έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με την Εφορία, 8.827 είναι μεγαλοοφειλέτες με χρέη πάνω από 1 εκατ. ο καθένας. Οι οφειλέτες αυτοί έχουν φεσώσει την Εφορία με 89,856 δις. ευρώ ή οφείλουν το 80% των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών. Μάλιστα η συγκεκριμένη ομάδα μέσα σε ένα χρόνο αύξησε τα χρέη της κατά 2,597 δις. ευρώ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ το 51,3% των ληξιπρόθεσμων οφειλών, πηγάζει από φορολογικές οφειλές (άμεσοι και έμμεσοι φόροι, φόροι στην περιουσία, ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κατανάλωσης κτλ.). Το υπόλοιπο των πραγματικών ληξιπρόθεσμων οφειλών προέρχεται από άλλες κατηγορίες οφειλής, οι οποίες παρουσιάζουν χαμηλό ποσοστό είσπραξης. Σε αυτές περιλαμβάνονται τα πρόστιμα (φορολογικά και μη φορολογικά) τα οποία αποτελούν το 28,1% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου ενώ οι μη φορολογικές οφειλές (καταπτώσεις εγγυήσεων, δικαστικά έξοδα, καταλογισμοί κτλ.), αποτελούν το 20,6% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου.