Του Μιχάλη Κωτσάκου
Με βάση το σύνταγμα η κάθε εκλεγμένη κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη όχι μόνο να εκπροσωπεί τους πολίτες, αλλά το σημαντικότερο να προσπαθεί να προστατέψει την περιουσία τους. Είτε είναι από φυσικά φαινόμενα, είτε από άλλους παράγοντες.
Σήμερα αποφάσισα να γράψω για ένα πρόβλημα που προέκυψε με το Προεδρικό Διάταγμα του υπουργείου Ενέργειας και Υπερβάλλοντος με το οποίο δεν μπορούν να είναι οικοδομήσιμα χιλιάδες οικόπεδα, τα οποία βρίσκονται έξω από οικισμούς μέχρι 2.000 κατοίκων. Επί της ουσίας μετατρέπει σε χωράφια τα οικόπεδα. Κάτι που σημαίνει ότι οι δεκάδες χιλιάδες ιδιοκτήτες όχι μόνο δεν μπορούν να φτιάξουν ένα μικρό σπιτάκι, έστω για διακοπές, αλλά πλέον με την μετατροπή σε χωράφια των ακινήτων γκρεμίζεται η αξία της γης τους. Δηλαδή ένα οικοπεδάκι που μπορούσε κάποιος να το πουλήσει μέχρι και 100.000 (ανάλογα την περιοχή), τώρα η αξία πέφτει στα 10.000 ευρώ το πολύ.
Αυτό το γεγονός, όσο και εάν προσπαθεί να το ωραιοποιήσει η κυβέρνηση, της δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα. Ήδη οι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος ετοιμάζουν ομαδική ερώτηση, ενώ οι πιο «αγριεμένοι» απαιτούν από το αρμόδιο υπουργείο την αναίρεση του Προεδρικού Διατάγματος. Το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα ουσιαστικά καθιστά μη οικοδομήσιμα χιλιάδες οικόπεδα έκτασης μικρότερης των δύο στρεμμάτων σε πάνω από 12.000 οικισμούς σε όλη την χώρα. Αυτοί που πλήττονται από το ΠΔ είναι όσοι έχουν εκτάσεις σε περισσότερους από 10.000 οικισμούς προ του 1923 ή κάτω των 2.000 κατοίκων που ανήκαν στη Ζώνη Γ’ Οικισμών, περιπτώσεις που με το νέο Προεδρικό Διάταγμα βγαίνουν εκτός ορίου.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει πάντως ότι το επίμαχο ΠΔ όχι απλά δεν αφήνει στον αέρα τους οικισμούς, αλλά κάνει ακριβώς το αντίθετο, διορθώνει μια εκκρεμότητα δεκαετιών. Όμως την ίδια ώρα αρκετοί κυβερνητικοί διαρρέουν ότι θα υπάρξουν σημαντικές αλλαγές, ενώ κάποιοι έχουν φτάσει στο σημείο να θεωρούν ως δεδομένο ότι θα αρθεί το Προεδρικό Διάταγμα. Στο γαλάζιο στρατόπεδο όμως υπάρχουν πολλές μουρμούρες που αναφέρουν πως «η κυβέρνηση δεν είχε κανένα λόγο να φέρει τώρα το νέο ΠΔ σε εφαρμογή της απόφασης του ΣτΕ από το 2019 και δη χωρίς να μεριμνήσει για μεταβατικές ρυθμίσεις». Υπενθυμίζουν ότι «πολλές περιοχές της χώρας, ιδίως σε τουριστικές ζώνες, βασίστηκαν στην εκτός σχεδίου δόμηση εντός ορίων μικρών οικισμών». Και κάνουν λόγο «για πάγωμα στην οικοδομική δραστηριότητα, αβεβαιότητα για τους ιδιοκτήτες που είχαν ήδη καταθέσει αιτήσεις για άδειες, ή είχαν ξεκινήσει διαδικασίες αγοράς γης, και μείωση της αξίας των ακινήτων στις περιοχές που αφορά το ΠΔ».
Ήδη έχουν ξεκινήσει οι παρεμβάσεις έξι βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας. Ο λόγος για τους βουλευτές Ηρακλείου Λευτέρη Αυγενάκη και Κωνσταντίνο Κεφαλογιάννη, τον βουλευτή Αργολίδας Γιάννη Ανδριανό, τον βουλευτή Κυκλάδων Φίλιππο Φόρτωμα, τον βουλευτή Δωδεκανήσων Μάνο Κονσόλα και τον βουλευτή Δυτικού Τομέα Αθηνών και πρώην δήμαρχο Αιγάλεω, Δημήτρη Καλογερόπουλο. Μάλιστα ετοιμάζεται και ομαδική ερώτηση από την ομάδα των «11» που δηλώνει απογοητευμένη από την κυβέρνηση.
Οι υποσχέσεις και τα υπόσκαφα
Η κυβέρνηση υπόσχεται πάντως νομοθετική ρύθμιση ειδικά για τη Ζώνη Γ, δηλαδή την απομακρυσμένη από τον οικιστικό ιστό ζώνη. Ειδικότερα ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, αφού υπενθύμισε με νόημα ότι το ΠΔ το ετοίμασε ο προκάτοχος του Θοδωρής Σκυλακάκης, δήλωσε την προηγούμενη εβδομάδα ότι «η πολιτεία με επιστημονικά κριτήρια, σεβόμενη την αξιολόγηση του ΣτΕ, μελετά νομοθετική ρύθμιση μέσα από την οποία θα προσπαθήσει να ενσωματώσει τα ακίνητα που έχουν γεωγραφική, πραγματική ή οικιστική σχέση με τον οικισμό». Σε νέα διευκρινιστική ο νέος υπουργός, στον οποίο έλαχε το μοιραίο να καταθέσει αυτός το Προεδρικό Διάταγμα, που είχε ετοιμάσει ο πρόκατοχος του, υποστήριξε πως «σε όποιες περιπτώσεις οι νομάρχες έχουν κάνει καλά τη δουλειά τους, υπάρχει οικιστική γειτνίαση με τον οικισμό, αυτές οι περιοχές εν δυνάμει μπορεί να μπούνε μέσα στη Β1 περιοχή και να είναι κομμάτι εντός σχεδίου, όμως υπάρχουν και περιπτώσεις που θα είναι εκτός. Σε αυτές τις περιπτώσεις όπου υπάρχει γεωγραφική αληθινή σχέση με τον οικισμό, εκεί εξετάζουμε νομοθετική ρύθμιση όπου θα καλύπτεται, θα υπάρχει δυνατότητα αρτιότητας και δόμησης ευνοϊκότερη από το εκτός σχεδίου, όχι το ίδιο όπως εντός σχεδίου. Θα υπάρχουν και περιπτώσεις όπου ο νομάρχης αυθαιρέτησε, σε αυτές τις περιπτώσεις προφανώς δεν θα υπάρχει κάλυψη».
Πριν από ένα μήνα περίπου η «60+» είχε παρουσιάσει ένα ρεπορτάζ για τις υπόσκαφες βίλες στις Κυκλάδες. Όχι μόνο στα δημοφιλή τουριστικά νησιά, αλλά και στα πιο μικρότερα, όπως η Αντίπαρος. Εκεί, λοιπόν, ξαφνικά υπήρξε έντονη κινητικότητα με αγορές οικοπέδων σε απομακρυσμένα βραχώδη μέρη, όπου οι ιδιοκτήτες τους θεωρούσαν πως δεν μπορούν να γίνουν εκμεταλλεύσιμα. Τα οικόπεδα αυτά πουλήθηκαν σε σχετικά φτηνές τιμές. Και οι νέοι ιδιοκτήτες-αρχιτέκτονες και πολιτικοί μηχανικοί επί το πλείστον- έφτιαξαν υπόσκαφα παλάτια, τα οποία εξασφαλίζουν απομόνωση στους ζάπλουτους αγοραστές. Διότι τα υπόσκαφα παλάτια πουλιούνται από τρία εκατομμύρια και άνω. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, στην Αντίπαρο τα οικόπεδα πουλήθηκαν με ποσά που κυμάνθηκαν από 30-50.000 ευρώ. Τώρα που μετατράπηκαν σε χωράφια η τιμή τους έπεσε στα 2.000-3.000 ευρώ.
Ας πάρουμε ένα φανταστικό παράδειγμα. Ένας εκπαιδευτικός που θέλει να εγκαταλείψει την πόλη όταν συνταξιοδοτηθεί αποφάσισε να αγοράσει ένα οικοπεδάκι στα όρια του οικισμού για να επιστρέψει στο χωριό της όταν συνταξιοδοτηθεί. Πριν προλάβει να εκδώσει οικοδομική άδεια, ήρθε το Προεδρικό Διάταγμα και το ακίνητο εξαιρέθηκε από τα νέα όρια και έπαψε να είναι οικοδομήσιμο. Το οικόπεδο μετατράπηκε σε χωράφι. Έτσι και σπιτάκι δεν μπορεί να χτίσει, αλλά και η αξία της γης εξαϋλώθηκε.
Συνέπεια του Προεδρικού Διατάγματος είναι να δημιουργούνται κρίσεις εμπιστοσύνης του πολίτη στους νόμους και στο ίδιο το κράτος. Για 40 χρόνια, η νομοθεσία δημιούργησε σταθερά δικαιώματα και πάνω σε αυτά χτίστηκαν σχέδια ζωής. Κι όμως, με μια αυθαίρετη απόφαση που αρκετοί την χαρακτηρίζουν μέχρι και αυταρχική απόφαση, η Πολιτεία αναιρεί τις ίδιες της τις ρυθμίσεις, ενεργώντας κατά τρόπο που συνιστά ουσιαστικά παρανομία.
Όταν το κράτος λειτουργεί με τρόπο που ακυρώνει το ίδιο του το πλαίσιο, τότε δεν μιλάμε απλώς για διοικητική αστοχία, αλλά για βαθιά θεσμική αδικία.