Η Τουρκία θα χρειαστεί να κινηθεί συνετά και με συμβατό τρόπο προς αυτά που επιθυμεί ο διεθνής παράγοντας, ιδιαίτερα η Δύση, για την Ανατολική Μεσόγειο
Του Θόδωρου Τσίκα*
Καθώς ο εκλογικός κύκλος τελείωσε και στις δύο χώρες, Ελλάδα και Τουρκία προσπαθούν να επανεκκινήσουν τις διμερείς σχέσεις τους. Οι πειρασμοί για ακραία και εθνικιστική ρητορική, που είναι μεγάλοι κατά τις προεκλογικές περιόδους, τώρα πλέον μειώνονται.
Από την άλλη, το γεγονός ότι και οι δύο κυβερνήσεις έχουν νωπή λαϊκή εντολή, τους επιτρέπει να κάνουν κινήσεις πιο τολμηρές, πέραν του συνηθισμένου. Αν λάβουμε υπόψη ότι και η Κυπριακή Δημοκρατία έχει πρόσφατα εκλεγμένο πρόεδρο, από τις εκλογές του Φεβρουαρίου, βλέπουμε με σαφήνεια το εύρος των δυνατοτήτων. Η συνάντηση Ερντογάν-Μητσοτάκη, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους της Λιθουανίας, αναδεικνύει την απόφαση για μια νέα σελίδα.
Νέα φάση για την Τουρκία
Η γειτονική χώρα έχει μπει σε νέα φάση. Οι καταστροφικοί σεισμοί δημιούργησαν μια διαφορετική πραγματικότητα. Για την επούλωση των πληγών της, η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να στραφεί προς τον εαυτό της. Δεν έχει την πολυτέλεια εξωτερικών περιπετειών.
Για την στέγαση ενός με ενάμισι εκατομμυρίου αστέγων και την ανοικοδόμηση πόλεων και χωριών απαιτούνται γύρω στα 100 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτά μπορούν να βρεθούν μόνο με βοήθεια της διεθνούς Κοινότητας, και κυρίως από χώρες και οργανισμούς της Δύσης.
Συνεπώς η Τουρκία θα χρειαστεί να κινηθεί συνετά και με συμβατό τρόπο προς αυτά που επιθυμεί ο διεθνής παράγοντας, ιδιαίτερα η Δύση, για την Ανατολική Μεσόγειο.
Λόγω της απρόκλητης, αδικαιολόγητης, παράνομης και βάναυσης ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, όλοι απεύχονται όξυνση στην Ανατολική Μεσόγειο. Αναμένουν μάλιστα απρόσκοπτη ροή ενέργειας από εναλλακτικές πηγές, μέσω της περιοχής μας.
Αυτό προϋποθέτει την συνεργασία όλων των χωρών της περιοχής, ακόμα και όσων δεν είχαν καλές σχέσεις μεταξύ τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) μεταξύ Ισραήλ και Λιβάνου, που επισήμως βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ τους.
Η Τουρκία θα συνεχίσει την επαναπροσέγγιση με την Δύση, τις ΗΠΑ, την Γαλλία, αλλά και την Ε.Ε. συνολικά. Τηρώντας, φυσικά, τις ισορροπίες και με άλλους διεθνείς παίκτες. Εξάλλου συνεχίζει την εξομάλυνση των σχέσεων με χώρες της περιοχής, Αρμενία, Ισραήλ, Αίγυπτο, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Σαουδική Αραβία κ.α. Προσπαθεί ακόμα και με την Συρία.
Εκτόνωση της έντασης και ουσιαστικός διάλογος
Η εκτόνωση της έντασης ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, είχε αρχίσει πριν τους σεισμούς, με την συνάντηση των διπλωματικών συμβούλων των δύο ηγετών (Ιμπραήμ Καλίν και Άννας Μαρίας Μπούρα) στις Βρυξέλλες, που πραγματοποιήθηκε με μεσολάβηση της γερμανικής κυβέρνησης. Εμπεδώθηκε με την ελληνική βοήθεια προς τον τουρκικό λαό, μετά τους σεισμούς. Μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο, οι ομαλές σχέσεις θα συνεχιστούν.
Η ομαλότητα στις διμερείς σχέσεις είναι εξαιρετικά χρήσιμη, αλλά δεν αρκεί. Όσο μένουν άλυτες οι διμερείς διαφορές, μπορεί σε κάποια άλλη χρονική συγκυρία στο μέλλον να ξαναγίνουν πηγή εντάσεων.
Ελληνική και τουρκική κυβέρνηση πρέπει να αφήσουν πίσω παλινωδίες και ταλαντεύσεις, καθώς και μια άγονη και στενή αντίληψη του λεγόμενου «πολιτικού κόστους». Να προετοιμάσουν τις κοινωνίες τους, ενημερώνοντας τις για την πραγματική διάσταση των ζητημάτων -χωρίς τις συνήθεις υπερβολές, δραματοποιήσεις και ιδεολογισμούς, αλλά και για τα οφέλη από την διευθέτηση τους.
Οι δύο κυβερνήσεις, με πρόσφατη λαϊκή εντολή σε Ελλάδα και Τουρκία, έχουν δυνατότητα αλλά και υποχρέωση να ξαναρχίσουν τον διμερή διάλογο. Να ξαναγυρίσουν στις συζητήσεις που είχαν παγώσει την προηγούμενη περίοδο, σε όλα τα «τραπέζια»:
α. διερευνητικές συνομιλίες,
β. πολιτικές διαβουλεύσεις μεταξύ των Γενικών Γραμματέων των δύο υπουργείων Εξωτερικών, και
γ. πολιτικο-στρατιωτικός διάλογος για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) στο Αιγαίο.
Επιπλέον, οφείλουν να επιδείξουν την αναγκαία πολιτική βούληση ώστε να προχωρήσει η διαδικασία επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών. Είτε μέσω απευθείας διαπραγματεύσεων, είτε με κοινή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ακόμα δε καλύτερα, με συνδυασμό των δύο αυτών μορφών επίλυσης.
*Ο Θόδωρος Τσίκας είναι Πολιτικός Επιστήμονας-Διεθνολόγος, Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για την Ομοσπονδία της Ευρώπης – ΕΕνΟΕ