25.6 C
Athens
Σάββατο, 27 Ιουλίου, 2024
ΑρχικήΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ- Η Παναγιά η Βρεφοκρατούσα (Α’ ΜΕΡΟΣ)
spot_img

– Η Παναγιά η Βρεφοκρατούσα (Α’ ΜΕΡΟΣ)

-

  • Ήταν γαμήλιο δώρο της Ασημίνας από το θείο της τον Κορνήλιο, ηγούμενο στο μοναστήρι του Ταξιάρχη

 

Της Αγγελική Κίτσου – Μαγαράκη*

 

Στο σαλόνι της Μαρίας, πάνω από το απέριττο μαρμάρινο τζάκι -μοναδικό στολίδι-, κρέμεται μια εικόνα της Παναγίας. Πρόκειται για ένα εικόνισμα μετρίου μεγέθους, όμοιο σχεδόν με πολλά άλλα του είδους του: μια Παναγιά που κρατά στην αγκαλιά της τον Μονογενή της. Τα χέρια της σαν φτερούγες αγγίζουν απαλά το κορμάκι του. Το κεφάλι της γέρνει ελαφρά με τρυφερότητα, προς τη μεριά του μονάκριβου παιδιού της.

Ο χρόνος έχει βάλει κι αυτός τις δικές του πινελιές, σκουραίνοντας τα χρώματα, κι η υπογραφή του έχει μπει ανεξίτηλη στις φθαρμένες ακμές και γωνίες. Η περίοπτη θέση της εικόνας και η αντίθεση ανάμεσα στα σκούρα χρώματά της και το λευκό φόντο του τοίχου σού τραβούν αμέσως την προσοχή. Συγχρόνως νιώθεις ότι αποπνέει κάτι το ξεχωριστό, ακαθόριστο στην αρχή.

Σιγά-σιγά αυτή η αίσθηση γίνεται μια πρωτόγνωρη ευλάβεια και συγκίνηση, καθώς η ματιά σου αγκιστρώνεται στο βλέμμα της Μητέρας και μαγνητισμένη χάνεται στο απύθμενο βάθος του. Ένα βλέμμα τόσο θλιμμένο, που λες και κρύβει μέσα του τον πόνο και την υπομονή όλων των μανάδων της οικουμένης. Και τότε αρχίζεις να διακρίνεις εκεί στις άκρες των ματιών της κάποια σημάδια, σαν πνιγμένα δάκρυα. Μικρές καφετιές σταγονίτσες αναβρύζουν άτακτα και στολίζουν μέχρι χαμηλά τις παρειές της. Μοιάζουν με πιτσιλιές που ξέφυγαν σε μια αδέξια κίνηση του ζωγράφου, καθώς χρωμάτιζε την καστανή ίριδα των ματιών της. Εκεί που τελειώνουν οι μικρές κηλίδες, ένα βαθύ σημάδι στο αριστερό της μάγουλο ραγίζει την ηρεμία του προσώπου της. Καταλήγει σε μια γραμμή, σαν μαχαιριά, που αυλακώνει λοξά το εικόνισμα και σβήνει στις πτυχές της πορφυρής εσθήτας της.

Το γαμήλιο δώρο

Η Παναγία η Βρεφοκρατούσα ήταν γαμήλιο δώρο της Ασημίνας από το θείο της τον Κορνήλιο, ηγούμενο στο μοναστήρι του Ταξιάρχη. Ιστορημένη από τον ίδιο, ήταν ό, τι πιο πολύτιμο είχε στο μικρό της σπίτι, εκεί στο μικρασιάτικο χωριό της. Ήταν η Παναγιά της! Καθημερινά άναβε το καντήλι της και της ακουμπούσε τις πιο κρυφές σκέψεις της, τις ελπίδες και τα όνειρά της. Στην αγκαλιά της απίθωσε τα στέφανα του γάμου της και μ’ εκείνη πρωτομοιράστηκε τη χαρά της, όταν ένιωσε στα σπλάχνα της το πρώτο σκίρτημα του παιδιού της. – Τ’ όνομά σου θα του δώκω, Παναΐτσα μου! Βόηθα με να γεννηθεί με το καλό! Στο πίσω μέρος της εικόνας της έγραψε με ευγνωμοσύνη την ημερομηνία γέννησης του παιδιού της: 12 Απριλίου 1919.

Μέρα με τη μέρα έβλεπε η Ασημίνα το βλασταράκι της να μεγαλώνει κι εκείνη του έδινε όλη την αγάπη και την τρυφερότητά της. Κάθε βράδυ το νανούριζε: Κοιμήσου και σου χάρισα τρία χωριά μεγάλα, τη Σμύρνη με τα πούλουδα, τη Χίο με τα καράβια και την Κωνσταντινούπολη με τα μαργαριτάρια… Κι έπλαθε όνειρα. Ήθελε η κόρη της να μάθει γράμματα, να μην ξοδεύεται στον κάματο της γης, όπως εκείνη κι ο άντρας της. Να γίνει μαμή, που έχει και τυχερά, ή όχι, καλύτερα δασκάλα, να τη σέβονται όλοι, όπως τη δική της δασκάλα, την κυρία Πηνελόπη. Να ταξιδέψει, να πάει στη Σμύρνη, στη Χίο, στην Πόλη, που εκείνη μόνο ακουστά τα είχε.

– Παντού θα σε πάω, της έλεγε ο Δημητρός, όταν πρωτοπαντρεύτηκαν, μα ποτέ δεν έμενε χρόνος και ίσα ίσα που τα έφερναν βόλτα.

– Δοξασμένο τ’ όνομά σου, Παναΐτσα μου! Γεροί να ’μαστε! Δεν παραπονιέμαι. Μόνο, να, πειράζει που κάνω όνειρα;

Έστελνε το βλέμμα της στην Παναγιά. Αποκοιμιόταν το παιδί μέσα στ’ άσπρα σεντονάκια του, κεντημένα απ’ τα χέρια της, κι εκείνη συνέχιζε να ονειρεύεται. Την έβλεπε νυφούλα και σιγοτραγουδούσε: Κοιμάται, που να μου θραφεί με μάνα και με κύρη και μ’ αδρεφό πραματευτή κι άντρα καραβοκύρη!

Μαζί με την αγάπη της για το παιδί της, μεγάλωνε κι η ευγνωμοσύνη της για την Παναγιά. Άσβηστο το καντήλι της ολημερίς, άσβηστη κι η πίστη της καινούργιας μάνας.

 

  • Η Αγγελική Κίτσου – Μαγαράκη είναι Συνταξιούχος Εκπαιδευτικός- Συγγραφέας
  • Το διήγημα «Μια Παναγιά» συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο της «έντεκα κειμήλια μια ιστορία» εκδόσεις Μπαλτά εξ Ανατολών, 2018

 

 

spot_img
spot_img