27.5 C
Athens
Σάββατο, 27 Ιουλίου, 2024
ΑρχικήΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣΈνας ύμνος για την Δυτική Μακεδονία
spot_img

Ένας ύμνος για την Δυτική Μακεδονία

-

Η Σοφία Δημοπούλου μας μιλάει για το νέο της βιβλίο «Καλύτερα να σ’ έλεγαν Λισσάβω»

Η Σοφία Δημοπούλου, από τις πιο αγαπημένες Ελληνίδες συγγραφείς, έχει χαρίσει στο βιβλιόφιλο κοινό μια σειρά ξεχωριστών κι αξιοσήμαντων έργων της: Lapislazuli, η πέτρα που λείπει (2012), Άλμα θα πει ψυχή (2013), Σε σωστή ώρα νυχτώνει (2014), Η ζωή απέναντι (2016), Πώς Υφαίνεται ο Χρόνος (2019).
Φέτος επιστρέφει με ένα ακόμη αριστούργημα, το «Καλύτερα να σ’ έλεγαν Λισσάβω». Το έκτο μυθιστόρημά της που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Το «Καλύτερα να σ’ έλεγαν Λισσάβω», είναι ένα δυνατό μυθιστόρημα για τον έρωτα, τη φιλία, τη δύναμη μιας ιδέας, την περιπέτεια, όχι μόνο δύο εραστών, αλλά και μιας χώρας, της Ελλάδας, μέσα στο πέρασμα του χρόνου.
Και όπως σημειώνει η συγγραφέας στη συνέντευξη που παραχώρησε στην «60+»: «Το βιβλίο ξεπήδησε από τη δική μου αγάπη για τη Δυτική Μακεδονία, έναν τόπο με τον οποίο με συνδέουν άσβεστοι συναισθηματικοί δεσμοί και όπου πάντα νοερά θα επιστρέφω».
Αναλυτικά η συνέντευξη της Σοφίας Δημοπούλου είναι η ακόλουθη:
-Τι σας γοήτευσε στη Δυτική Μακεδονία και αποφασίσατε να την θέσετε ως αφετηρία για τις δράσεις των ηρώων σας σ’ αυτό το βιβλίο;
«Αυτό το βιβλίο ξεπήδησε από τη δική μου αγάπη για τη Δυτική Μακεδονία, έναν τόπο με τον οποίο με συνδέουν άσβεστοι συναισθηματικοί δεσμοί και όπου πάντα νοερά θα επιστρέφω. Η Δυτική Μακεδονία είναι ένας τόπος με πολύ πλούσια πολιτιστική παράδοση, έθιμα και ήθη και Ιστορία. Από παιδί, τότε που διάβαζα «Στα μυστικά του Βάλτου» της Πηνελόπης Δέλτα, είχα φτιάξει με το νου μου ένα μυθιστορηματικό σκηνικό που ζητούσε μια μυθοπλασία για να αναδειχτεί μέσα από τα δικά μου συγγραφικά μάτια. Όταν ήρθα σε επαφή με τη μουσική και τα έθιμά της, η επιθυμία να γράψω γι΄ αυτή μεγάλωσε. Κατάγομαι από την Πελοπόννησο, η Μακεδονία όμως είναι η πατρίδα της καρδιάς μου».
-Και τι ρόλο έπαιξε το τραγούδι «Της Λισσάβως» στη «γέννηση» της κεντρικής σας ηρωίδας;
«Αρκετά χρόνια πίσω, σε έναν πολιτιστικό σύλλογο όπου παρακολουθούσα μαθήματα παραδοσιακών χορών, «συνάντησα» τη Λισσάβω, στην οποία ήταν αφιερωμένο ένα τραγούδι του Ρουμλουκιού, του Ρωμιότοπου της Ημαθίας. Ο τίτλος του ήταν «Της Λισσάβως». Καθώς ο δάσκαλός μας δίδασκε τα βήματα, ο νους μου σχημάτιζε την κεντρική ηρωίδα του βιβλίου μου. Την κράτησα στο νου μου, μέχρι που μια όμορφη ερωτική ιστορία που έπεσε στην αντίληψή μου, της έδωσε την ευκαιρία να ζωντανέψει στις σελίδες του μυθιστορήματος».
-Πείτε μας λίγα λόγια για τους δύο κεντρικούς σας χαρακτήρες και την ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους.
«Ο Νάσιος και η Λισσάβω συνεχίζουν να αγαπιούνται όπως έκαναν από παιδιά. Είναι ταυτόσημο της ύπαρξής τους η αγάπη τους αυτή. Ωστόσο, πρόκειται για έναν έρωτα που δεν έχει προλάβει να φθαρεί, που διατηρείται άσβεστος γιατί είναι ανεκπλήρωτος και, όσο αφορά στο Νάσιο, σχεδόν εμμονικός. Οι αλλεπάλληλες απομακρύνσεις κι ένα μυστικό που στέκεται ανάμεσά τους, τον αναζωπυρώνουν διαρκώς. Ο Νάσιος είναι ιδεαλιστής, αλλά και αντιήρωας, με τη σκοτεινή του πλευρά. Είναι ένας παθιασμένος άνθρωπος με την καλή και την κακή του όψη. Δεν το βάζει κάτω, δεν τα παρατά, σε κάθε δυσκολία εκείνος δυναμώνει τη θέλησή του μέχρι την τελική του νίκη. Η Λισσάβω είναι μια γυναίκα με τεράστια ψυχικά αποθέματα. Παρ’ ότι έχει περάσει πολλά, δεν αφήνεται να την παρασύρουν οι συμφορές, έχει θέληση και «τσαγανό». Από την άλλη πλευρά, η μεγάλη αδυναμία της είναι πως αποφεύγει να έχει επαφή με τα συναισθήματά της, αντιμετωπίζει τα γεγονότα της ζωής σαν πρόκληση περισσότερο, παρά σαν βιωτές καταστάσεις. Η ζωή γι΄ αυτήν είναι μια υποχρέωση που της επιβλήθηκε και πρέπει να την ακολουθήσει».
-Παράλληλα με την ιστορία τους, βλέπουμε και ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας της Ελλάδας (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α’ Παγκόσμιος, Μικρασιατική Καταστροφή κτλ). Με ποιες προκλήσεις βρεθήκατε αντιμέτωπη προκειμένου να μπείτε στο «πετσί» των ηρώων, να τους νιώσετε δεδομένου ότι οι συνθήκες ήταν πολύ διαφορετικές με το σήμερα;
«Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν πως έπρεπε να αναπαραστήσω μια εποχή και να περιγράψω με αληθοφάνεια την καθημερινότητα ανθρώπων μιας περιοχής από την οποία δεν είχα βιώματα , ούτε καν τις ιδιαιτερότητες της ντοπιολαλιάς δεν γνώριζα. Τα πάντα έπρεπε να διερευνηθούν, τα ιστορικά γεγονότα, τα τοπικά έθιμα, τα τόσο ιδιαίτερα της περιοχής του Ρουμλουκιού, τα τοπωνύμια, η ντοπιολαλιά, η γεωγραφία του τόπου, οι μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα κι έχουν καταγραφεί, η μουσική παράδοση, τα τραγούδια και οι χοροί. Όλα ήταν απαραίτητα για να στηθεί ένα σκηνικό να αναδείξει τη ζωή και τις πράξεις των ηρώων. Επιπλέον, έπρεπε να διαχειριστώ σωστά το υλικό που εντόπισα με την έρευνά μου. Δεν ήθελα ούτε να διαβάζει κάποιος ένα αμιγώς ιστορικό βιβλίο, ούτε ένα αισθηματικό μυθιστόρημα. Οι σωστές δόσεις ιστορίας και συναισθήματος έπρεπε να υπολογίζονται διαρκώς και με ακρίβεια».
-Μπροστά στην αγάπη, η μοίρα μπορεί να υποχωρήσει;
«Ο έρωτας είναι κινητήρια δύναμη. Ο ερωτευμένος εστιάζει διαρκώς στην κατάκτηση και τη διατήρηση του προσώπου του πόθου του κι αυτή η διαρκής, πολλές φορές εμμονική προσπάθεια, δεν μπορεί παρά να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια. Αρκεί και οι δυο εραστές να πιστεύουν στη δύναμη αυτή. Τότε ο έρωτας ανθίζει, πλαταίνει και βαθαίνει ώστε να κρατήσει τους εραστές ενωμένους. Δεν πιστεύω λοιπόν στη μοίρα, πιστεύω στη βούληση των ανθρώπων που παραμερίζει τα εμπόδια».
-Τι σας οδήγησε να ξεκινήσετε πιο συστηματικά τη συγγραφή;
«Η συγγραφή δεν ήταν κάτι που προέκυψε ξαφνικά στη ζωή μου. Γράφω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου· αυτός ήταν πάντα ο τρόπος μου να εκφράζω συναισθήματα και ιδέες. Κάποια στιγμή η ανάγκη για έκφραση έγινε πιο πιεστική κι όταν οι οικογενειακές και επαγγελματικές μου υποχρεώσεις λίγο χαλάρωσαν, αποφάσισα να κάνω πιο συστηματικά αυτό που πάντα έκανα· να γράφω. Για μένα η συγγραφή ήταν πάντα κομμάτι της καθημερινότητάς μου· τώρα απλά, γίνεται πιο συστηματικά και πιο στοχευμένα».
-Τι σας προσφέρει το γράψιμο και, αντίστοιχα, τι η ανάγνωση βιβλίων;
«Η συγγραφή δρα σε μένα ψυχαναλυτικά. Αυξάνει τη συνειδητότητά μου, την αυτογνωσία μου και με κάνει να κατανοώ και να συμπονώ τους ανθρώπους γύρω μου. Επιπλέον αυξάνει την ηρεμία μου, όχι μόνο γιατί τακτοποιώ τις σκέψεις μου, αλλά και γιατί είναι μια διαδικασία μοναχική, που με εξαναγκάζει να συμμαχώ με τον εαυτό μου και να περνάω καλά μαζί του. Επιπλέον, διαβάζω πολύ.Διαβάζω κυρίως λογοτεχνία, ελληνική και ξένη, αλλά και φιλοσοφία και ψυχολογία. Ποίηση διαβάζω ενδιάμεσα μέσα στην ημέρα· φροντίζω να υπάρχει πάντα πρόχειρο ένα βιβλίο με ποίηση στο κομοδίνο μου. Η ανάγνωση βιβλίων με αποφορτίζει, αλλά και με τροφοδοτεί με συναισθήματα κυρίως που στη συνέχεια επιθυμώ και η ίδια να εκφράσω γράφοντας. Για μένα η γραφή και η ανάγνωση είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Το ένα τροφοδοτεί το άλλο».
-Υπάρχει κάποιος συγγραφέας, ο οποίος σε εμπνέει πολύ και αν ναι, ποιος;
«Πολλοί είναι οι συγγραφείς που αγαπώ να διαβάζω. Ο Μπόρχες, ο Καμύ, ο Καζαντζάκης και από τους σύγχρονους ο Ίαν Μακ Γιούαν και ο Τζον Μπάνβιλ, είναι μερικοί από αυτούς. Ωστόσο, πιστεύω πως είμαι όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει. Όλα με επηρέασαν με κάποιο τρόπο, ακόμα κι αυτοί που με δυσκόλεψαν. Η συγγραφική τεχνική δεν κατακτάται μόνο με το γράψιμο, αλλά και με το πολύ διάβασμα διαφορετικών συγγραφέων».

Η ταυτότητα βιβλίου
Τίτλος: Καλύτερα να σ’ έλεγαν Λισσάβω
Συγγραφέας: Σοφία Δημοπούλου
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Είδος: Μυθιστόρημα
Σελίδες:408

Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Σοφία Δημοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, η καταγωγή της όμως είναι από τα Λουσικά, ένα χωριό λίγα χιλιόμετρα έξω από την Πάτρα. Σπούδασε στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στον περιβαλλοντικό σχεδιασμό πόλεων και κτιρίων. Εργάστηκε ως μηχανικός στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα και ασκεί το επάγγελμά της ως σήμερα. Παράλληλα ασχολείται με τη συγγραφή και την ποίηση και παραδίδει μαθήματα δημιουργικής γραφής, έχοντας ολοκληρώσει το πρόγραμμα «Δημιουργική ανάγνωση και γραφή της πεζογραφίας» του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Έχει γράψει άλλα πέντε μυθιστορήματα: Lapislazuli, η πέτρα που λείπει (2012), Άλμα θα πει ψυχή (2013), Σε σωστή ώρα νυχτώνει (2014), Η ζωή απέναντι (2016), Πώς Υφαίνεται ο Χρόνος (2019), ενώ διηγήματά της έχουν κατά καιρούς συμπεριληφθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ηλεκτρονικά μέσα (themachine.gr, fractalart.gr, diastixo.gr) και σε εφημερίδες. Περισσότερες πληροφορίες για την ίδια θα βρείτε στην προσωπική της ιστοσελίδα: www.sophiadimopoulou.gr

spot_img
spot_img