- Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι και οι ηλικιωμένοι δικαιούνται ίση μεταχείριση γενικότερα, αλλά και ειδικότερα στην εργασία, στην πρόσβαση, στην εξέλιξη και συνέχισή της, αλλά και στη λύση της σχέσης εργασίας
Του Γιώργου Βλασσόπουλου*
Η ηλικία αποτελεί ένα πραγματικό δεδομένο που επηρεάζει μαζί με άλλους παράγοντες τη ζωή όλων μας. Όμως αυτό δεν καθιστά επιτρεπτή οιαδήποτε αυθαίρετη διάκριση λόγω ηλικίας. Αυτό επιβεβαιώθηκε γι άλλη μία φορά και με πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης(ΔΕΕ),που εκδόθηκε την 2 Ιουνίου 2022 ( υπόθεσηC–587/20).
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η επιβολή ορίου ηλικίας (π.χ. μέσω καταστατικού σωματείου) που περιορίζει τη δυνατότητα εκλογής σε Δ.Σ. σωματείου μετά την πάροδο ενός ηλικιακού ορίου (εν προκειμένω του 61ου έτους σε υπόθεση που εκτυλίχθηκε στη Δανία)δεν είναι νόμιμη, εφόσον δεν συντρέχει κάποιος σοβαρός αντικειμενικός λόγος που να την δικαιολογεί επαρκώς.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 στοιχείο της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, η διάταξη αναφέρεται στους όρους πρόσβασης σε κάθε είδος επαγγελματικής δραστηριότητας, ανεξαρτήτως της φύσης και των χαρακτηριστικών της, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Προφανώς καλύπτονται εργαζόμενοι με την τυπική έννοια του όρου, αλλά όχι μόνο αυτοί. Πέρα από τη γραμματική ερμηνεία χρήσιμη είναι η αναζήτηση του σκοπού της Οδηγίας, σύμφωνα με αρθρ. 19παρ.1 της Σύμβασης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ΣΛΕΕ ( βλ. επικουρικά και όλως ενδεικτικά αρθρ. 4,5, 22 Συντάγματος, υπ’ αριθμ. 111 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας).
Η εξάλειψη εμποδίων
Η ως άνω Οδηγία αποσκοπεί στην εξάλειψη όλων των εμποδίων που οφείλονται σε δυσμενείς διακρίσεις και μειώνουν τη δυνατότητα απόκτησης μέσων διαβίωσης και πρόσβασης στην εργασία, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής υπό την οποία παρέχεται η εργασία. Εξάλλου οι εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής της προβλέπονται ρητά (άρθρο 3 παρ. 4 της Οδηγίας).
Σε κάθε περίπτωση, στο άρθρο 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ενωσιακού δικαίου, εισάγεται η γενικότερη αρχή απαγόρευσης των διακρίσεων. Προφανώς, σε αυτό το πνεύμα, η Οδηγία συμβάλλει στη θέσπιση ενός νομικά δεσμευτικού πλαισίου καταπολέμησης των διακρίσεων, μεταξύ άλλων, λόγω ηλικίας στον ευαίσθητο τομέα της απασχόλησης και στην εργασία, οπότε οι έννοιες που περιέχει δεν πρέπει να ερμηνεύονται στενά, ώστε να επιτυγχάνεται η ευρύτερη δυνατή κάλυψη περιπτώσεων στο πεδίο εφαρμογής της. Ειδικά για το περιεχόμενο της απόφασης του ΔΕΕ βλ. Curia.europa.eu / υπόθεσηC–587/20.
Ρυθμιστική εμβέλεια
Πέρα από το προδικαστικό ερώτημα επί του οποίου αποφάνθηκε η απόφαση σταθμίζοντας ότι η εφαρμογή της Οδηγίας δεν αντίκειται στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, η σημασία της απόφασης έγκειται στο ότι δεν αφορά μόνο όμοιες περιπτώσεις (με πρόβλεψη ορίου ηλικίας ως προϋπόθεση εκλογής σε ΔΣ σωματείου εργαζομένων). Αντίθετα, σηματοδοτεί την μεγάλη ρυθμιστική εμβέλεια της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για την απαγόρευση των διακρίσεων με έμφαση σε διακρίσεις λόγω ηλικίας ή ιδίως λόγω ορίου ηλικίας. Τούτο σημαίνει ότι η νομοθεσία των κρατών – μελών μπορεί μεν να θέτει ρυθμίσεις διαφορετικής μεταχείρισης και με ηλικιακά κριτήρια, αλλά τούτο προϋποθέτει δύο όρους: α) να εξυπηρετείται κάποιος θεμιτός σκοπός με τις εν λόγω ρυθμίσεις και β) τα μέσα για την πραγμάτωση αυτού του σκοπού να είναι πρόσφορα και αναγκαία- « αρχή αναλογικότητας». (βλ ενδεικτικά υπόθεση Mangold, C-144/04).
Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι και οι ηλικιωμένοι δικαιούνται ίση μεταχείριση γενικότερα, αλλά και ειδικότερα στην εργασία ( στη πρόσβαση, στην εξέλιξη και συνέχισή της, αλλά και στη λύση της σχέσης εργασίας),ή ευρύτερα σε κάθε επαγγελματική δραστηριότητά τους, οπότε δεν δικαιολογούνται διακρίσεις λόγω ηλικίας σε βάρος τους, εκτός αν συντρέχει κάποιος θεμιτός σκοπός που δικαιολογεί την διαφοροποίηση τηρουμένης και της αρχής της αναλογικότητας. Από κεί και πέρα, βεβαίως και στο στάδιο της συνταξιοδότησης θα πρέπει να αποφεύγονται αδικαιολόγητες διακρίσεις σε βάρος τους λόγω ηλικίας, δεδομένου ότι και το δικαίωμα στη σύνταξη αποτελεί, κατά κανόνα, απόρροια της εργασίας τους.
Ακόμη όμως κι αν πρόκειται για παροχές πρόνοιας και πάλι δεν επιτρέπονται αυθαίρετες διακρίσεις λόγω ηλικίας, δεδομένου ότι τα εν γένει κοινωνικά δικαιώματα, στα οποία εντάσσονται το δικαίωμα στην εργασία, αλλά και στη σύνταξη ή στη πρόνοια, απολαύουν αυξημένης προστασίας υπερνομοθετικής ισχύος ( και βάσει Συντάγματος, αλλά και βάσει ενωσιακού και ευρύτερα διεθνούς δικαίου, π.χ. μέσω διεθνών συμβάσεων εργασίας, πέραν της ισχύουσας σχετικής νομοθεσίας ).
Συμπερασματικά: Προφανώς η ως άνω απόφαση του ΔΕΕ μπορεί να συνεισφέρει στον εμπλουτισμό του δημόσιου διάλογου σε διεθνές – ενωσιακό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο κρατών-μελών της ΕΕ με τη συνδρομή θεωρίας, νομολογίας, αλλά και με δημιουργική αξιοποίηση καλών πρακτικών υπό το πρίσμα της κοινωνικής δικαιοσύνης, όπως αυτή συμπληρώνεται από την κοινωνική αλληλεγγύη, με έμφαση στις ευάλωτες ομάδες πληθυσμού, όπως οι ηλικιωμένοι, ιδίως στη παρούσα διεθνή συγκυρία.
- Ο Γιώργος Βλασσόπουλος είναι Διδάκτωρ Εργατικού Δικαίου