8.5 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣΟι κακοπληρωμένοι γιατροί του ΕΣΥ φεύγουν στο εξωτερικό
spot_img

Οι κακοπληρωμένοι γιατροί του ΕΣΥ φεύγουν στο εξωτερικό

-

Γιγαντώνεται το πρόβλημα για τη χώρα, που παρά τα 1.800 ευρώ μηνιαίως που προσφέρει το υπουργείο Υγείας δεν βρίσκεται γιατρούς να επανδρώσει τα νησιά ούτε για τους τουριστικούς μήνες

Το ασταμάτητο κύμα φυγής των γιατρών στο εξωτερικών καλά κρατεί δημιουργώντας ολοένα και μεγαλύτερο πρόβλημα στο δημόσιο σύστημα υγείας. Έτσι φτάσαμε νοσοκομεία σε μεγάλα νησιά να μην έχουν ούτε παθολόγους, ή παιδίατρους. Ακόμη και τώρα που το υπουργείο Υγείας προσφέρει μέχρι και 1.800 ευρώ για να καλύψει την τουριστική σεζόν (Μάιος- Οκτώβριος) δεν βρίσκει πρόθυμους.
Οπότε το ερώτημα που τίθεται είναι για ποιον λόγο δεν υπάρχει ενδιαφέρον; Απλά η μισθολογική σύγκριση των ελλήνων ιατρών με τους ευρωπαίους συναδέλφους τους αποκαλύπτει τις μεγάλες ανισότητες και αιτιολογεί το ασταμάτητο κύμα φυγής που πληγώνει τη χώρα μας και συνεπακόλουθα τη σταδιακή… ερήμωση του ΕΣΥ από ειδικευόμενους και ειδικευμένους.
Στο Λουξεμβούργο ο μέσος όρος των ετήσιων μεικτών αποδοχών των ειδικευμένων γιατρών αγγίζει τα 258.552 ευρώ, την ώρα που οι Ιρλανδοί συνάδελφοί τους έχουν να λαμβάνουν 172.882 ευρώ και οι Ολλανδοί 160.869 ευρώ. Στις τρεις αυτές χώρες, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΟΣΑ, οι γιατροί είναι οι πιο καλοπληρωμένοι με τους Δανούς (156.061 ευρώ) και τους Ισλανδούς (155.276 ευρώ) να ακολουθούν.
Στην ίδια λίστα που αριθμεί 25 χώρες συνολικά, η Ελλάδα βρίσκεται στην 6η θέση από το τέλος με τους ειδικευμένους γιατρούς να αμείβονται ετησίως με 39.056 ευρώ μεικτά. Η Σλοβακία, η Τουρκία, η Ουγγαρία, η Λετονία, η Λιθουανία και η Πολωνία είναι οι χώρες που προσφέρουν τα χαμηλότερα εισοδήματα – δηλαδή, από 37.071 ευρώ έως και 20.000 ευρώ ετησίως.
Σύγκριση
Αξιοσημείωτα, δε, είναι τα στοιχεία του ΟΟΣΑ που συγκρίνουν τους μισθούς ως προς την ισοτιμία αγοραστικής δύναμης (PPP). Σε αυτήν την κατάταξη, η Ελλάδα πέφτει μία ακόμη θέση καταλαμβάνοντας την 5η από το τέλος. Αντιθέτως, οι Γερμανοί αλλά και οι Τούρκοι σκαρφαλώνουν αρκετές θέσεις, γεγονός που καθρεφτίζει πως οι μισθοί που λαμβάνουν τους προσφέρουν αγοραστική ευχέρεια.
Υπό τα δεδομένα αυτά, καθίσταται σαφές γιατί χώρες όπως η Βρετανία, η Γερμανία και η Ιταλία αποτελούν έναν ασυναγώνιστο πόλο έλξης για τους επιστήμονες στη χώρα μας. Σε κάθε περίπτωση εντούτοις, ο διπλασιασμός ή ακόμη και ο τριπλασιασμός των αποδοχών τους (στην Ιταλία οι ακαθάριστες ετήσιες αποδοχές,  σύμφωνα πάντα με τον ΟΟΣΑ, αγγίζουν τα 81.460 ευρώ και στη Γερμανία τα 146.200 ευρώ) δεν αποτελεί τη μόνη αιτία.
Οικονομική κρίση
Εντούτοις, η φυγή των ελλήνων γιατρών στο εξωτερικό δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Η οικονομική κρίση, του 2010, αποτελεί τη χρονική αφετηρία του κύματος μετανάστευσης που έκτοτε τροφοδοτείται από τις σταθερά χαμηλές απολαβές και τα εξαντλητικά ωράρια εργασίας. Συνολικά εκτιμάται πως την τελευταία δεκαετία έχουν βγάλει εισιτήριο προς το εξωτερικό, χωρίς επιστροφή, περί τους 20.000 γιατρούς (ειδικευόμενους και ειδικευμένους). Μόνον πέρυσι, 500 ειδικευμένοι γιατροί εγκατέλειψαν την Αθήνα αναζητώντας δουλειά σε νοσοκομείο της αλλοδαπής, σύμφωνα με τον Ιατρικό Σύλλογο Αθήνας (ΙΣΑ).
Μοιραία, η πολιτεία μετρά κενά στο ΕΣΥ αλλά και οικονομική ζημία ύψους περίπου 7 δισ. ευρώ, καθώς επένδυσε στην εκπαίδευση επιστημόνων που πλέον υπηρετούν σε συστήματα Υγείας εκτός συνόρων.
Εν τω μεταξύ, κατά το ίδιο διάστημα (δηλαδή, από το 2010 έως και το 2020) οι αποδοχές των γιατρών σε αρκετές χώρες αυξήθηκαν. Πιο συγκεκριμένα, οι ειδικευμένοι γιατροί στην Ουγγαρία είδαν το εισόδημά τους να αυξάνεται κατά 6,4% και στη Σλοβακία κατά 5,3%. Ανοδική τάση, όχι όμως εξίσου σημαντική καταγράφτηκε και στη Γερμανία και στη Γαλλία ενώ αντιθέτως στη Βρετανία καταγράφτηκε μείωση.
Σε ό,τι αφορά στη χώρα μας, οι μνημονιακές περικοπές δεν έχουν αποκατασταθεί με αποτέλεσμα παρά το πρόσφατο νέο μισθολόγιο για τους γιατρούς του ΕΣΥ, οι ίδιοι να μετρούν σημαντικές απώλειες.
K2
Τι ευθύνεται για τις καθυστερήσεις στις εισαγωγές φαρμάκων

Καθυστερήσεις στις εισαγωγές νέων φαρμάκων στην χώρα μας κατά 35% προκαλούν οι συνεχείς πιέσεις για πρόσθετες εκπτώσεις και υποχρεωτικές επιστροφές της φαρμακοβιομηχανίας προς το σύστημα υγείας. Τη ίδια στιγμή, τα νομικά κενά στους όρους διαπραγμάτευσης για τον προσδιορισμό της τιμής με την οποία ο ΕΟΠΥΥ θα αγοράζει τα φάρμακα για τους ασθενείς, δημιουργούν εντάσεις, εξαιτίας της αδιαφάνειας στους όρους πέραν των οικονομικών.
Στα συμπεράσματα αυτά κατέληξε συνάντηση της Προέδρου της Επιτροπής Διαπραγμάτευσης Νάντιας Γκογκοζώτου και εκπροσώπων του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ), κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι χάρη στις εντατικές προσπάθειες της Επιτροπής έχουν ολοκληρωθεί πολλές διαπραγματεύσεις, με τη δημιουργία κλειστών προϋπολογισμών και μη, τόσο για νέα, όσο και για φάρμακα που κυκλοφορούν ήδη.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τα νέα προϊόντα να αποζημιώνονται ταχύτερα, αλλά και να βελτιώνονται τα οικονομικά του ΕΟΠΥΥ χάρη στις πρόσθετες εκπτώσεις που διασφαλίζονται και στη σημαντική βελτίωση των ταμειακών ροών.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΣΦΕΕ, χάρη στην Επιτροπή Διαπραγμάτευσης, επί του παρόντος τουλάχιστον, φαίνεται ότι η Πολιτεία να πετυχαίνει το στόχο μείωσης του clawback σε σχέση με το 2020. Η διοίκηση του Συνδέσμου όμως, τόνισε πως η συνεχής πίεση εξαιτίας των υψηλών υποχρεωτικών επιστροφών έχει οδηγήσει στην καθυστέρηση εισαγωγής νέων φαρμάκων στην χώρα μας κατά 35%, όπως έδειξε η έρευνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας – EFPIA.
Επίσης επεσήμανε όχι χρειάζεται βελτίωση της διαδικασίας διαπραγμάτευσης στα σημεία που αφορούν την έγκαιρη παροχή αριθμητικών/ποσοτικών στοιχείων στους κατόχους άδειας κυκλοφορίας, με επίσημο τρόπο, ώστε να προετοιμάζουν τις οικονομικές προτάσεις τους, αλλά και καλύτερη αποσαφήνιση του θεσμικού πλαισίου της διαπραγμάτευσης, ώστε να είναι ξεκάθαροι οι όροι, πέραν των οικονομικών. Παραπέμποντας σε νομικά κενά, η διοίκηση του ΣΦΕΕ δήλωσε ότι «Είναι εμφανές ότι υπάρχουν νομικά κενά που δημιουργούν καθυστερήσεις, παρεξηγήσεις, αλλά και εντάσεις, ενώ επίσης είναι σαφές ότι είναι θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Υγείας».

spot_img
spot_img