- Οι τελευταίες εξελίξεις στις συνθήκες διαβίωσης, τους μισθούς και την εργασία στην Ελλάδα
Του Γιάννη Καρούζου*
Σύμφωνα με έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ τον Μάιο του 2022 που αφορά στις συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα, οι Έλληνες είναι αντιμέτωποι με την φτώχεια σε ποσοστό 17,7% του συνολικού πληθυσμού. Ειδικότερα, ο κίνδυνος φτώχειας όσων εργάζονται με καθεστώς πλήρους απασχόλησης ανέρχεται στο 10,1%, ενώ για τους μερικώς απασχολούμενους το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 21,1%. Για τους ανέργους, το ποσοστό εκτοξεύεται στο 45,3%, ενώ για τους συνταξιούχους φτάνει στο 10%, για τους μη οικονομικά ενεργούς στο 25,1% και για τους αποφοίτους πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ή γυμνασίου στο 24,4%.
Οι πλέον ευάλωτοι στην ακρίβεια δεν είναι άλλοι από τους μερικώς απασχολούμενους, οι οποίοι εφόσον εργάζονται με μειωμένο ωράριο, τυγχάνουν και λιγότερων αποδοχών. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι μισθωτοί μερικής απασχόλησης εργάζονται το 76% του χρόνου εργασίας των πλήρως απασχολούμενων, όμως απολαμβάνουν μόνο το 38% του μέσου μισθού πλήρους απασχόλησης, γεγονός που καταδεικνύει το σημαντικό χάσμα μισθού και χρόνου εργασίας μεταξύ μερικής και πλήρους απασχόλησης. Αμέσως μετά, ακολουθούν οι γυναίκες, οι οποίες επίσης τυγχάνουν διαφορετικής μισθολογικής αντιμετώπισης από τους άνδρες, αφού εργάζονται σχεδόν τον ίδιο χρόνο με τους άνδρες αλλά λαμβάνουν 16,5% χαμηλότερο μισθό από εκείνους. Συνεπώς, καθίσταται αντιληπτό ότι το τρέχον κύμα ακρίβειας θα επηρεάσει άνισα τόσο τους μερικώς απασχολούμενους συγκριτικά με τους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης, όσο και τις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες.
Ανάκαμψη η απασχόληση
Το 2021, η απασχόληση παρουσίασε ανάκαμψη, η οποία μεταφράστηκε σε 133.082 νέες θέσεις εργασίας. Σημειώθηκε έντονη εποχικότητα, αφού από τον Απρίλιο έως τον Ιούλιο οι θέσεις εργασίας αυξήθηκαν κατά 226.273, ενώ από τον Αύγουστο έως τον Σεπτέμβριο, οι θέσεις μειώθηκαν κατά 141.923. Αξίζει να επισημάνουμε ότι πραγματοποιήθηκαν σημαντικά περισσότερες προσλήψεις από το 2020 (409.000 περισσότερες συγκριτικά με το 2020) αλλά παράλληλα σημειώθηκαν και περισσότερες απολύσεις. Επιπλέον, η μέση ετήσια ανεργία το 2021 διαμορφώθηκε στο 14,7% (έναντι 17,6% το 2020), επίδοση που για πρώτη φορά μετά το 2011 δεν αποτελεί την χειρότερη μεταξύ́ των κρατών – μελών της Ευρωζώνης. Το 2021, την πρωτιά στην ανεργία κατείχε η Ισπανία με 14,8%.
Οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν το έτος 2021 αφορούσαν στο μεγαλύτερο μέρος τους τους ανειδίκευτους νέους. Αναλυτικότερα, το 70,4% των νέων θέσεων εργασίας (οι 93.672 από τις 133.082) αφορούσε νέους 15-29 ετών, ενώ το 21% των νέων θέσεων αφορούσε εργαζόμενους ηλικίας 30-44 ετών. Σχετικά με τους αποφοίτους πανεπιστημίων στην Ελλάδα, έντονο προβληματισμό προκαλεί το ποσοστό απασχόλησής τους, καθώς ήταν το χαμηλότερο στην Ευρωζώνη. Η απασχόληση των πτυχιούχων στην Ελλάδα παρουσιάζει απόκλιση μεταξύ́ 4,1 ποσοστιαίων μονάδων (έναντι της Ιταλίας) και 14,2 ποσοστιαίων μονάδων (έναντι της Λιθουανίας). Αντίστοιχα, για τους αποφοίτους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η απόκλιση προσεγγίζει τις 24,9 (συγκριτικά́ με τη Γερμανία) και τις 26,5 (συγκριτικά́ με την Ολλανδία) ποσοστιαίες μονάδες. Αντιθέτως, η μοναδική περίπτωση πληθυσμιακής ομάδας όπου το ποσοστό απασχόλησής της στην Ελλάδα, ήταν υψηλότερο από χώρες όπως η Σλοβακία, η Σλοβενία και η Λιθουανία είναι εκείνη όσων δεν έχουν πάει σχολείο και των αποφοίτων πρωτοβάθμιας και κατώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Ο αριθμός των απασχολουμένων στο σύνολο των κλάδων ήταν το 2021 μικρότερος κατά 647,5 χιλ. άτομααπό το 2009. Τα παραπάνω στοιχεία συνηγορούν στη διαπίστωση ότι είναι μακρύς ο δρόμος για την ανάκαμψη της οικονομίας στα προ-κρίσης επίπεδα. Οι περισσότερες θέσεις εργασίας που χάθηκαν κατά την περίοδο της οικονομικής αλλά και της πανδημικής κρίσης (2009-2021) ανήκουν στον κλάδο των κατασκευών (χάθηκαν περίπου 228,4 χιλιάδες θέσεις εργασίας) και στον κλάδο των μεταποιήσεων (χάθηκαν περίπου 130,2 χιλιάδες θέσεις εργασίας).
Δεν αυξήθηκαν
Σε ό,τι αφορά τους μισθούς για το έτος 2021, η εξέλιξή τους δεν ακολούθησε την αύξηση της απασχόλησης και την μείωση της ανεργίας. Κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του 2021, ο μέσος μισθός δεν είχε ανακάμψει στα επίπεδα του 2019 παρουσίαζε δυναμική σημαντικής απόκλισης από τον μέσο όρο της Ε.Ε., που δεν αιτιολογείται βάσει της αύξησης της παραγωγικότητας. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα αποτελεί το μοναδικό κράτος – μέλος, στο οποίο ο πραγματικός μέσος μισθός είναι χαμηλότερος του 2019 και στα δυο υπό εξέταση τρίμηνα. Γενικά, ενώ στην Ε.Ε., ο μέσος μισθός παρουσίασε σταθερά ανοδική πορεία, η οποία έμεινε στάσιμη στην πανδημία αλλά επέστρεψε στην ανοδική τάση μετά την πανδημία, στην χώρα μας, ο μέσος μισθός παρέμενε στάσιμος πριν την πανδημία, ενώ από την πανδημία και ύστερα, μειώθηκε και σταθεροποιήθηκε σε επίπεδα χαμηλότερα του 2019. Απόρροια των παραπάνω, αποτελεί η δραστική μείωση της αγοραστικής δύναμης και η πτώση του βιοτικού επιπέδου των νοικοκυριών στην Ελλάδα, γεγονός που τα καθιστά πιο ευάλωτα στο νέο κύμα ακρίβειας.
Σύμφωνα με άλλη έρευνα που πραγματοποίησε το Manpower Group αναφορικά με τις προοπτικές απασχόλησης για το 3o Τρίμηνο 2022, 8 στους 10 εργοδότες δυσκολεύονται να βρουν «ταλέντα» για την κάλυψη των θέσεων εργασίας τους. Το 60% των εργοδοτών δηλώνουν ότι αντιμετωπίζουν σχετική δυσκολία στην κάλυψη θέσεων εξαιτίας της έλλειψης ταλέντων, το 18% πολλή δυσκολία και το 20% καμία. Πολλή δυσκολία στην κάλυψη θέσεων αντιμετωπίζει το 23% των πολύ μικρών επιχειρήσεων, το 17% των μικρών, το 16% των μεσαίων και το 14% των μεγάλων. Αντίστοιχα σχετική δυσκολία το 54% των πολύ μικρών επιχειρήσεων, το 63% των μικρών, το 58% των μεσαίων και το 65% των μεγάλων επιχειρήσεων.
Τέλος, η έρευνα Workmonitor της εταιρείας Randstad για το πρώτο εξάμηνο του 2022, στις 20/5/2022, μελέτησε τις στάσεις των εργαζομένων, τη σχέση ανάμεσα στην επαγγελματική και προσωπική ζωή, την εργασιακή ικανοποίηση και τον δείκτη κινητικότητας. Ποσοστό 74% των εργαζομένων δηλώνει ανοιχτό σε νέες ευκαιρίες απασχόλησης. Ιδιαίτερα σημαντικό πόρισμα είναι ότι οι εργαζόμενοι θέτουν πολύ υψηλά την ανάγκη να λαμβάνουν ικανοποίηση από την εργασία τους, αφού το 46% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα δήλωσε ότι θα προτιμούσε να παραιτηθεί από την εργασία του αν αυτή τον εμπόδιζε να απολαύσει τη ζωή του και το 28% των εργαζομένων θα προτιμούσε να παραμείνει χωρίς εργασία παρά να είναι δυσαρεστημένο σε μια θέση εργασίας (έναντι 33% παγκοσμίως). Καταληκτικά, αναδεικνύεται για ακόμη μία φορά η σημασία ύπαρξης ελεύθερου χρόνου για τους εργαζομένους, αφού το 59% του δείγματος θέτει ως βασική του προτεραιότητα την προσωπική του ζωή έναντι της επαγγελματικής.
Με στοιχεία από: ΕΛΣΤΑΤ-ManpowerGroup-Workmonitor.
- Ο Γιάννης Καρούζος είναι Δικηγόρος-Εργατολόγος