Συνταξιοδοτήθηκε πριν πέντε χρόνια. Είχε φανταστεί πως θα ήταν σαν διακοπές χωρίς τέλος: πρωινός καφές χωρίς βιασύνη, εφημερίδα μεσημέρι, συναντήσεις με φίλους, τα εγγόνια, η βόλτα στην αγορά, λίγο διάβασμα. «Το φανταζόμουν σαν μια ήρεμη, ζεστή περίοδο. Αντί για αυτό, βρέθηκα με χρόνο στα χέρια και με όλους τους άλλους να τρέχουν.»
Τα παιδιά του δουλεύουν ασταμάτητα. Οι φίλοι του άλλοι έχουν φύγει, άλλοι έχουν προβλήματα υγείας. Όλοι έχουν υποχρεώσεις. «Μόνο εγώ φαίνεται ότι δεν έχω τίποτα να κάνω. Ή μάλλον, έτσι νομίζουν. Στην πραγματικότητα, παλεύω με μια ζωή εντελώς διαφορετική απ’ ό,τι είχα μάθει.»
Η προσαρμογή δεν ήταν απλή. Η εργασία ήταν κομμάτι της ταυτότητάς του. «Δούλευα από τα 18, και όχι απλώς για τα λεφτά. Ήταν η επαφή με τον κόσμο, η αίσθηση ότι ανήκεις κάπου, ότι έχεις λόγο ύπαρξης καθημερινά.» Τώρα, προσπαθεί να δημιουργήσει νέες συνήθειες. Περπατάει κάθε πρωί, όχι για τη γυμναστική, αλλά για να δει κόσμο. Να πει ένα “καλημέρα”.
Έχει μάθει να ζει με λίγα. Όχι γιατί θέλει, αλλά γιατί έτσι επιβάλλουν οι συνθήκες. Η σύνταξη καλύπτει τα βασικά, αλλά μέχρι εκεί. Τα έξτρα — βιβλία, θέατρο, μια εκδρομή — έγιναν πολυτέλεια. «Όλα όσα περίμενα να κάνω, τώρα που έχω χρόνο, μοιάζουν μακρινά. Όχι ανέφικτα, αλλά απλώς δύσκολα.»
Οι μικρές ρουτίνες
Έχει βρει κάποια παρηγοριά στις μικρές ρουτίνες: ένα ραβασάκι στη λαϊκή από τον μανάβη, ένα χαμόγελο από την κυρία απέναντι, το ότι τον θυμάται ο φούρναρης. «Αν δεν υπήρχαν αυτά, θα ένιωθα αόρατος.» Σκέφτεται να πιάσει ξανά κάτι εθελοντικό, να κάνει κάτι χρήσιμο. Όχι για να γεμίσει τον χρόνο — αλλά για να γεμίσει το μέσα του.
«Όταν δουλεύεις, εύχεσαι να έρθει η σύνταξη. Όταν τη ζεις, καταλαβαίνεις ότι είναι μια άλλη ζωή — και πρέπει να την ξαναφτιάξεις από την αρχή. Με άλλα υλικά.»
