Η τηλεόραση δεν παίζει ποτέ δυνατά. Το ραδιόφωνο όμως είναι σχεδόν πάντα ανοιχτό. Όχι για τα τραγούδια. Για τις φωνές. Για τον ήχο της καθημερινότητας που θυμίζει ότι έξω υπάρχει ακόμη ζωή που κυλά.
Ζει μόνη της από τότε που πέθανε ο σύζυγός της, πριν δώδεκα χρόνια. Τα παιδιά της είναι μακριά. Τηλέφωνα ανταλλάσσουν, βιντεοκλήσεις όποτε μπορούν — αλλά η μοναξιά δεν γεμίζει από pixels. «Το πρωί ανοίγω τον σταθμό, όχι για να ακούσω ειδήσεις. Για να νιώσω ότι δεν είμαι τελείως μόνη στον κόσμο».
Το ραδιόφωνο έγινε παρέα, και η συνήθεια αυτή είναι μια άμυνα στη σιωπή. Οι μέρες είναι προβλέψιμες: λίγα ψώνια, λίγη τηλεόραση, το πλέξιμο, ένας περίπατος αν έχει ήλιο. Και μετά, πάλι μέσα. Οι γείτονες, όσο πάνε και λιγοστεύουν. Άλλοι φεύγουν, άλλοι κλείνονται. «Οι άνθρωποι δεν πολυμιλάνε πια. Δεν ξέρω, ίσως φταίει ότι όλοι κουβαλάμε βάρη».
Μου λείπει το γέλιο
Η σύνταξη δεν είναι μεγάλη, αλλά τα έξοδα είναι συγκεκριμένα και λίγα. Τηλέφωνο, ρεύμα, φάρμακα, και κάτι για το σούπερ μάρκετ. «Δεν μου λείπουν τα λεφτά. Μου λείπει το γέλιο του άλλου στο διπλανό τραπέζι. Να πεις ένα “καλημέρα” και να πάρεις πίσω ένα “καλώς τη”.» Γι’ αυτό και το ραδιόφωνο της κρατάει συντροφιά: λέξεις που δεν απαιτούν τίποτα, που έρχονται και φεύγουν σαν ανάσα.
Παλιά υπήρχαν λέσχες, καφενεία, ΚΑΠΗ. Τώρα, πολλά απ’ αυτά είναι σε αδράνεια ή έχουν αλλάξει μορφή. Ο ψηφιακός κόσμος δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη ζεστασιά μιας ανθρώπινης παρουσίας. «Έμαθα να είμαι καλά με τον εαυτό μου. Αλλά καμιά φορά, θέλω να με ρωτήσει κάποιος αν έφαγα ή αν είδα ωραίο όνειρο χθες.»
Σ’ ένα παλιό τραπεζάκι της κουζίνας έχει κολλημένο με μαγνητάκι ένα σημείωμα: «Η ζωή είναι εδώ, ακόμα και όταν δεν την ακούς». Μόνο που για εκείνη, η ζωή είναι αυτό που έρχεται απ’ το μικρό ραδιοφωνάκι στον πάγκο.
«Το ραδιόφωνο μου κάνει παρέα, πιο πολύ κι απ’ τους ανθρώπους»
Η «εξομολόγηση» μίας ηλικιωμένης για την συντροφιά του ραδιοφώνου και την απουσία του γέλιου από τη ζωή της
-