«Ὅποιος δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξει μιὰν συμφορὰν γίνεται δοῦλος». Ευριπίδης (480 π.Χ-406 π.Χ.) Αρχαίος Έλληνας τραγικός ποιητής και ένας από τους τρεις μεγάλους του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, μαζί με τον Αισχύλο και το Σοφοκλή
Του Ιωάννη Κρασσά*
Τον Ιούλιο του 1974, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Στρατηγός Φαίδωνας Γκιζίκης και ο Πρωθυπουργός Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος συμπλήρωναν τον 8ο μήνα στην εξουσία. Ο Ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, επονομαζόμενος και «αόρατος δικτάτορας» διοικούσε τους πάντες, μετά την ανατροπή του Γεώργιου Παπαδόπουλου την 25η Νοεμβρίου 1973. Ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος της ελληνικής κυβερνήσεως αφορούσε την ένταση στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, μετά την ανεύρεση κοιτασμάτων πετρελαίου στη Θάσο. Η Τουρκία ήγειρε αξιώσεις εκμεταλλεύσεως της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, ενώ διαμήνυσε ότι δεν θα δεχόταν καμία επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια. «Σαν μη πέρασε μια μέρα από τότε».
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος είχε εκλεγεί Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ζυρίχης-Λονδίνου. Είχε αναδειχθεί νικητής σε 2 εκλογικές αναμετρήσεις (1959,1968) και έχαιρε της εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας των Κυπρίων, πλην των φανατικών ενωτικών της ΕΟΚΑ Β΄. Το στρατιωτικό καθεστώς της Ελλάδος υποστήριζε την κυπριακή οργάνωση και είχε υπό τον έλεγχό της την κυπριακή εθνοφρουρά, η οποία στελεχώνονταν με αξιωματικούς και υπαξιωματικούς εξ Ελλάδος.
Ο Μακάριος είχε κάθε λόγο να ανησυχεί και για να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο βίαιης ανατροπής του, οργάνωσε τμήματα αφοσιωμένα στο πρόσωπό του. Στις σχέσεις Ελλάδος Κύπρου επικρατούσε κλίμα αμοιβαίας δυσπιστίας και εντάσεως. Περιστατικά συγκρούσεων, κλοπής στρατιωτικού οπλισμού, απαγωγών και δολοφονιών πολιτικών, αποτέλεσαν προμηνύματα για αυτό που επρόκειτο να επακολουθήσει στη Κύπρο. Σε διεθνές επίπεδο η προσέγγιση του Μακαρίου προς την Σοβιετική Ένωση και τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης είχε ανησυχήσει τις ΗΠΑ, που δεν επιθυμούσαν να μετατραπεί η Κύπρος στη Κούβα της Μεσογείου.
Ο Ιωαννίδης πίστευε ότι θα μπορούσε να επιτύχει την ένωση της μεγαλονήσου με την Ελλάδα, εάν εξουδετέρωνε το Μακάριο. Το σενάριο ανατροπής του ήταν στις προθέσεις του από καιρό. Οι όποιες αμφιβολίες του διαλύθηκαν, με την από 2α Ιουλίου 1974 επιστολή του Μακαρίου προς την Ελληνική κυβέρνηση, με την οποία ζητούσε την ανάκληση των 650 Ελλήνων αξιωματικών που υπηρετούσαν στην Κυπριακή Εθνοφρουρά. Πέραν τούτου αποφάσισε τη μείωση της δυνάμεως της, από 11.000 σε 4.500 άνδρες. Την 2α Ιουλίου 1974, μετά από σύσκεψη της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της Ελλάδος ελήφθη η απόφαση για την εκδήλωση στρατιωτικού πραξικοπήματος και την ανάληψη της εξουσίας από πρόσωπα πιστά προς τον Ιωαννίδη. Στις ανησυχίες που εκφράσθηκαν για τη στάση της Τουρκίας, τους διαβεβαίωσε ότι έλαβε:«…συνεχείς και έντονες υποσχέσεις από όλους τους ενδιαφερομένους και δη από τις ΗΠΑ… ότι σε περίπτωση πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου η Τουρκία δεν θα επενέβαινε…». Υπολόγιζε όμως χωρίς τον ξενοδόχο.
Το Πραξικόπημα
Η ευθύνη εκτελέσεως του πραξικοπήματος ανατέθηκε στον Ταξίαρχο Μιχαήλ Γεωργίτση Διοικητού της ΙΙΙης Ανώτερης Τακτικής Διοικήσεως της Εθνικής Φρουράς και στο Συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Κομπόκη Διοικητού των Μονάδων Καταδρομών. Την 08:30 της 15ης Ιουλίου 1974, στην Λευκωσία, μονάδες τεθωρακισμένων και καταδρομείς της κυπριακής εθνοφρουράς κατέλαβαν το προεδρικό μέγαρο μετά από αιματηρή έφοδο.
Ο Μακάριος βρισκόταν εντός του κτιρίου. Την τελευταία στιγμή κατόρθωσε να διαφύγει από μία αφύλακτη πόρτα του περιβόλου, συνοδευόμενος από τον ανιψιό του και δύο άνδρες της φρουράς του. Μετέβη οδικώς στην Πάφο, στη συνέχεια με ελικόπτερο στην βρετανική βάση της Δεκελείας και από εκεί αεροπορικώς στο Λονδίνο, με τελικό προορισμό τη Νέα Υόρκη.
Μετά την επικράτηση του πραξικοπήματος οι κινηματίες επέλεξαν τον Νικόλαο Σαμψών[ανεξάρτητο βουλευτή, εκδότη εφημερίδος, δημοσιογράφο και αρχηγό ένοπλης παραστρατιωτικής ομάδος(για την οποία είχε λάβει άδεια από τον Μακάριο)], να αναλάβει τα καθήκοντα του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τον όρκισε ο καθαιρεθείς μητροπολίτης Πάφου Γεννάδιος. Οι αδικοχαμένοι νεκροί του πραξικοπήματος ανήλθαν σε 82 και από τις δύο πλευρές, εκ των οποίων 5 εξ Ελλάδος.
Η Αντίδραση του Μακαρίου
Την 19η Ιουλίου 1974, ο Μακάριος μίλησε από το βήμα του ΟΗΕ, όπου επεσήμανε ότι: «…τα γεγονότα εις Κύπρο δεν αποτελούν υπόθεση των Ελλήνων της Κύπρου. Οι Τούρκοι της Κύπρου επηρεάζονται επίσης. Το πραξικόπημα της Ελληνικής Χούντας είναι μια εισβολή και εκ των συνέπειων της θα υποφέρει όλος ο λαός της Κύπρου, αμφότεροι Έλληνες και Τούρκοι» και κάλεσε τον ΟΗΕ να: «ἀποκαταστήσει τὴν ἀνεξαρτησίαν τῆς Κυπριακῆς δημοκρατίας» (Πόρισμα της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής των Εκπροσώπων της Βουλής της Κύπρου του 2011, σελίδα 202). Μ’ αυτόν τον τρόπο έδωσε το νομικό πρόσχημα στην τουρκική εισβολή που ακολούθησε, μετά από λίγες ώρες.
Η Τουρκική Εισβολή
Την 05:45 της 20ης Ιουλίου 1974, ο πρέσβης της Ελλάδος στην Άγκυρα, Δημήτριος Κοσμαδόπουλος, κλήθηκε στο υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας. Ο Τούρκος ΥΠΕΞ Τουράν Γκιουνές τον ενημέρωσε για την έναρξη της τουρκικής αποβατικής επιχειρήσεως στην Κύπρο. Ως αιτιολογία της αποβάσεως επικαλέστηκε την αποκατάσταση της συνταγματικότητας, μετά την ανατροπή του Μακαρίου και την προστασία των Τουρκοκυπρίων. Οι Τούρκοι πραγματοποίησαν δύο επιχειρήσεις με την κωδική ονομασία Αττίλας Ι και ΙΙ.
Ο Αττίλας Ι (20-22 Ιουλίου 1974)
Την 08:00 της 20ης Ιουλ. 1974, η τουρκική πολεμική αεροπορία βομβάρδισε επιλεγμένους στόχους στην Κύπρο. Στην περιοχή της Κυρήνειας, αποβιβάσθηκε ένα Συγκρότημα Αποβατικού Συντάγματος. Στον τουρκικό θύλακα βορείως της Λευκωσίας (Αγύρτα–Κιόνελι), μεταφέρθηκε με ελικόπτερα μια Ταξιαρχία Καταδρομών και ρίχθηκε μια Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών.
Η Κυπριακή Εθνοφρουρά παρ’ όλες τις πληροφορίες για επικείμενη απόβαση, δεν εφήρμοσε τα υπάρχοντα σχέδια για την απόκρουση της εισβολής, ούτε διέταξε επιστράτευση. Από την Αθήνα διαβεβαίωναν ότι πρόκειται για τουρκικές ασκήσεις και όχι για επιχειρήσεις. Οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις δεν πέτυχαν να προσβάλουν αποτελεσματικά τις εχθρικές εντός του θύλακος, ούτε να εξαλείψουν το τουρκικό προγεφύρωμα στον Άγιο Γεώργιο Κυρήνειας. Η Α΄ Μοίρα Αμφιβίων καταδρομών η οποία αφίχθηκε την νύκτα της 21/22 Ιουλίου αεροπορικώς από το Μάλεμε της Κρήτης, κράτησε μετά από σκληρό αγώνα το διεθνές αεροδρόμιο της Λευκωσίας.
Η Εκεχειρία
Την 22α Ιουλίου, σε σύσκεψη στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης η στρατιωτική ηγεσία εκτίμησε ότι, η συνέχιση των επιχειρήσεων στη Κύπρο θα οδηγούσε σε πόλεμο Ελλάδος-Τουρκίας και ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις δεν είχαν τη δυνατότητα εμπλοκής σε διμέτωπο αγώνα. Το ενδεχόμενο στρατιωτικής αναμετρήσεως έφερε τους πάντες αντιμέτωπους με τις ευθύνες που αναλάμβαναν έναντι της ιστορίας, της πατρίδος και του ελληνικού λαού και έπαψαν να πειθαρχούν προς ένα δικτάτορα που διοικούσε από το παρασκήνιο.
Ο Ιωαννίδης αντιλαμβανόμενος ότι οι αρχηγοί των επιτελείων δεν τον υπάκουαν πλέον και προ του ενδεχομένου εθνικής καταστροφής αποσύρθηκε και δρομολογήθηκε η παράδοση της εξουσίας στους πολιτικούς. Την 22α Ιουλίου 1974 κηρύχθηκε εκεχειρία. Την 23η Ιουλίου ορκίσθηκε πρωθυπουργός της Ελλάδος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, την ίδια ημέρα ο Σαμψών παρέδωσε την εξουσία στον πρόεδρο της κυπριακής βουλής Γλαύκο Κληρίδη.
Στην Γενεύη άρχισαν διαπραγματεύσεις μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου Τζέιμς Κάλαχαν, της Τουρκίας Γκιουνές και της Ελλάδος Γεωργίου Μαύρου. Οι Τούρκοι, ενώ κατείχαν το 5% της Κύπρου, απαιτούσαν το 34%. Σ’ αυτό το διάστημα οι τουρκικές δυνάμεις ενισχυθήκαν με 2 Μεραρχίες Πεζικού (28η και 39η ), με αποτέλεσμα η συνολική τους δύναμη να ανέλθει σε 40.000 άνδρες. Δεν υπήρξε ανάλογη ενίσχυση με δυνάμεις από την Ελλάδα, παρότι είχε κηρυχθεί γενική επιστράτευση.
Ο Αττίλας ΙΙ (14-16 Αυγούστου 1974)
Την 14η Αυγούστου οι ενισχυμένες Τουρκικές δυνάμεις επεξέτειναν την κυριαρχία τους στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, καταλαμβάνοντας το 37% της νήσου και δημιουργώντας 200.000 πρόσφυγες. Οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις δεν πέτυχαν να αναχαιτίσουν τον εχθρό. Σε σύσκεψη της νέας πολιτικής ηγεσίας της Ελλάδος με την στρατιωτική, η οποία παρέμεινε αμετάβλητη, αποφασίσθηκε να μην ενισχυθεί η Κύπρος, για τους ίδιους λόγους που δεν έγινε και κατά τον Ατίλλα Ι.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αιτιολόγησε την απόφασή του λέγοντας ότι η «Η Κύπρος κείται μακρά». Όποιος αγνοεί τη γεωγραφία στην σχεδίαση των στρατιωτικών επιχειρήσεων το πληρώνει ακριβά.
Ο Ματωμένος Επίλογος
Οι συνολικές απώλειες της τουρκικής εισβολής ήσαν 4.000 νεκροί και τραυματίες και 1.493 αγνοούμενοι Ελληνοκύπριοι. Οι Τούρκοι είχαν 600 νεκρούς (500 στρατιωτικούς) και 3.000 τραυματίες συμπεριλαμβανομένων και των πολιτών. Την ευθύνη του πραξικοπήματος, το οποίο είχε ολέθρια αποτελέσματα για την Ελλάδα και την Κύπρο, φέρει αποκλειστικά ο Δημήτριος Ιωαννίδης, ο οποίος οραματίζονταν ότι θα επετύγχανε την «διπλή ένωση». Το μεγαλύτερο μέρος της Κύπρου θα ενώνονταν με την Ελλάδα και έναν μικρότερο με την Τουρκία.
Από ποιόν έλαβε το πράσινο φως για την ανατροπή του Μακαρίου και την διαβεβαίωση ότι το σχέδιο είχε γίνει αποδεκτό από τον Τούρκο Πρόεδρο Μπουλέντ Ετσεβίτ, αποτελούν δύο κρίσιμα ερωτήματα, στα οποία δεν έχουν δοθεί τεκμηριωμένες απαντήσεις. Εάν ενήργησε από μόνος του θα πρέπει να του καταλογισθεί και εγκληματική αφέλεια. Η σχεδίαση πραξικοπήματος για την ανατροπή του Μακαρίου, αποτελούσε κοινό μυστικό. Η πιθανότερη απάντηση είναι ότι του δόθηκε προφορική διαβεβαίωση από στελέχη των αμερικανικών υπηρεσιών στην Ελλάδα, χωρίς όμως να υπάρχει κάποια εγγύηση.
Την 16η Ιουλίου το Αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών κατηγόρησε την CIA ότι το είχε αφήσει στο σκοτάδι και οι μυστικές υπηρεσίες μέμφονταν τον Ιωαννίδη ότι τους παραπλάνησε σχετικά με τις προθέσεις του. Διαπράχθηκαν πολλά σφάλματα, από πολλούς, σε μικρό χρόνο, χωρίς να υπάρχει πρόθεση αναλήψεως ευθυνών από κανέναν. Ο Ιωαννίδης όταν συνειδητοποίησε ότι είχε εξαπατηθεί από τους Αμερικάνους, το στρατιωτικό καθεστώς κατέρρευσε, αλλά η καταστροφή είχε συντελεστεί. Μοιραία έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος, ο οποίος φορτώθηκε τα λάθη και τις παραλείψεις των πάντων, κάτι που βόλευε πολλούς. Κατά την άποψη του γράφοντος ο Μακάριος δεν προσπάθησε να αποφύγει μια σφοδρή μετωπική σύγκρουση, την οποία έβλεπε ότι ερχόταν. Ήταν του χαρακτήρα του να οδηγεί τις καταστάσεις στα άκρα. Πίστευε ότι τελικά δεν θα επιχειρείτο πραξικόπημα, γιατί θα προκαλούσε την επέμβαση της Τουρκίας.
Συμπεράσματα
Η κυριότερη αιτία της επονείδιστης στρατιωτικής ήττας μας, ήταν τόσο η έλλειψη ενότητας μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου, αλλά και οι έριδες, οι αντιπαλότητες και η όξυνση των παθών που επικρατούσαν στο εσωτερικό και των δύο κρατών. Εν αντιθέσει με εμάς, οι αντίπαλοι μας είχαν δημιουργήσει ένα αρραγές μέτωπο.
Δυστυχώς το πραξικόπημα κάλυψε πολλά σφάλματα τα οποία δεν έχουν διορθωθεί ακόμα. Απαιτείται γενναιότητα, για να αναγνωρίσεις τα λάθη σου και τεράστια προσπάθεια για να τα διορθώσεις.
Η στρατιωτική ήττα και το πραξικόπημα, έστρεψαν την μήνη επί δικαίων και αδίκων. Η ισοπέδωση αποτελεί την χειρότερη μορφή αδικίας, με αποτέλεσμα να μην επιβραβευθούν οι ανδρείοι και να μην τιμωρηθούν οι ριψάσπιδες. Αποτελεί ύβρη για τους ηρωικώς πεσόντες, για τους αγνοούμενους, για τους τραυματίες και για αυτούς που αψήφησαν τον θάνατο, η κακόβουλη γενίκευση ότι ο στρατός συλλήβδην δεν πολέμησε στη Κύπρο.
Η λύση του Κυπριακού προϋποθέτει γενναίες αποφάσεις και θυσίες από όλους. Πάνω από όλα όμως απαιτείται ΕΝΟΤΗΤΑ, μεταξύ Ελλήνων και Κυπρίων σε όλα τα επίπεδα. Ας μη τρέφουμε αυταπάτες, το μόνο αίμα που θα χυθεί για την υπεράσπιση της ιερής γης της Κύπρου θα είναι το ελληνικό.
Η Κυπριακή τραγωδία προσφέρεται για ενδελεχή κριτική, τόσο από πολιτικής, όσο και από στρατιωτικής απόψεως, η οποία θα οδηγούσε σε πολύτιμα συμπεράσματα. Αδυνατούμε να το κάνουμε, γιατί ως λαός έχουμε πρόβλημα με την αλήθεια. Το τεράστιο «εγώ», οι πεποιθήσεις, οι ιδεοληψίες και οι εμμονές μας εμποδίζουν να αναγνωρίσουμε και να διορθώσουμε τα σφάλματά μας.
Απαιτεί θυσίες
Η επίλυση των διαφορών μας με τη Τουρκία απαιτεί θυσίες, ανεξαρτήτως του τρόπου που θα επιλεγεί. Οι διαπραγματεύσεις προϋποθέτουν συμβιβασμούς και παραχωρήσεις μέρους της κυριαρχίας μας και ανάληψη μεγάλου πολιτικού κόστους. Οι δυναμικές λύσεις εγκυμονούν απρόσμενους και ενδεχομένως καταστροφικούς κινδύνους. Προς το παρόν αναμένουμε επιδιώκοντας στο διηνεκές το ευκταίο, στερούμενοι του θάρρους για την υλοποίηση του εφικτού. Η ιστορία έχει δείξει ότι επιζητούμε συνέχεια το κάτι περισσότερο, αλλά δυστυχώς εισπράττουμε το κάτι λιγότερο.
Ο Νικόλαος Σαμψών καταδικάσθηκε σε 20ετή φυλάκιση, για συνεργασία σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον της Κύπρου και σφετερισμό του Αξιώματος του Προέδρου της Δημοκρατίας. Παρέμεινε έγκλειστος επί τριετία, αποφυλακίσθηκε στη συνέχεια για λόγους υγείας και αποβίωσε το 2001, σε ηλικία 66 χρονών.
Στην Ελλάδα δεν έγινε ποτέ καμία δίκη για την κυπριακή τραγωδία (πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και τουρκική εισβολή).
Ο Ιωάννης Κρασσάς είναι Αντιστράτηγος ε.α.