16.9 C
Athens
Τετάρτη, 23 Οκτωβρίου, 2024
ΑρχικήΕΛΛΑΔΑΤο περιπετειώδες ταξίδι μιας αρχαίας λύρας
spot_img

Το περιπετειώδες ταξίδι μιας αρχαίας λύρας

Ανακαλύφθηκε στον Κεραμεικό και πλέον γίνεται τεράστια προσπάθεια για την ανάταξη της

-

Το 2007, μεταξύ Ηρίων Πυλών και Δίπυλου, στην περιοχή του Κεραμεικού, βρέθηκε σε σωστική ανασκαφή της τότε Γ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, με υπεύθυνη αρχαιολόγο την Αντωνία Κοκκολιού, η ταφή ενός έφηβου 10-13 ετών, που έζησε γύρω στο 470-450 π.Χ. Μεταξύ των πλούσιων κτερισμάτων της ταφής, ήταν και μια λύρα τύπου χέλυς, το μουσικό όργανο που συνόδευε την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία παιδιών και εφήβων στην αρχαία Ελλάδα. Από το μουσικό όργανο διασώθηκαν 74 τμήματα του αντηχείου από κέλυφος χελώνας και εννέα τμήματα από τον σιδηρό χορδοτόνο, το μεταλλικό εξάρτημα στο οποίο προσδένονταν οι χορδές.
Το εύρημα ήταν πολύτιμο. «Η αποκάλυψη τμημάτων μουσικών οργάνων, και πολύ περισσότερο ακέραιων, σε ανασκαφές συμβαίνει εξαιρετικά σπάνια λόγω της αυξημένης ευπάθειας των υλικών κατασκευής τους», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Βασιλική Μυλωνά, συντηρήτρια αρχαιοτήτων της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Αθηνών, υπεύθυνη για τη συντήρηση του αρχαίου μουσικού οργάνου, καθώς και της ανάταξης του χορδοτόνου, η οποία παρουσίασε πρόσφατα στο κοινό το περιπετειώδες ταξίδι του στον χρόνο. «Τα αρχαία μουσικά όργανα κατασκευάζονταν πρωτίστως από οργανικά υλικά όπως ξύλο, κέρατο, οστό, δέρμα, μεμβράνες ζωικής προέλευσης κ.α. Τα παραπάνω υλικά φθείρονται εύκολα και γρήγορα στα περισσότερα είδη ταφικού περιβάλλοντος. Οι διακυμάνσεις της υγρασίας και θερμοκρασίας, η οξύτητα ή αλκαλικότητα του περιβάλλοντος ταφής, η αλληλεπίδραση, λόγω γειτνίασης, με κτερίσματα από διαφορετικά υλικά κατασκευής, είναι μόνο μερικές από τις παραμέτρους που επηρεάζουν την πορεία φθοράς των οργανικών υλικών κατά την ταφή τους», συμπληρώνει η ίδια.
Εύρεση και σημασία
Η προσπάθεια διάσωσης του πολύτιμου αντικειμένου ήταν τιτάνια και περιλάμβανε αρκετούς σταθμούς: Από την απόσπαση και μεταφορά του από το ανασκαφικό πεδίο στο εργαστήριο συντήρησης σε μπλοκ ταφικού περιβάλλοντος, μέχρι την ανάταξή του από την ομάδα συντηρητών της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Αθηνών, υπό τη Βασιλική Μυλωνά, και με τη συνεργασία του αρχαιομουσικολόγου Στέλιου Ψαρουδάκη, μόνιμου επίκουρου καθηγητή Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής, τμήμα Μουσικών Σπουδών του ΕΚΠΑ. Φυσικά, ήδη από την εύρεσή του, η σημασία του είχε αναγνωριστεί, όπως και όλων των ευρημάτων της ταφής του Τ48, ονομασία που πήρε ο τάφος του άτυχου έφηβου.
«Παρατηρείται ιδιαίτερη μέριμνα για την ταφή του εφήβου του Τ.48, καθώς συνοδεύεται από ένα αξιοσημείωτο αριθμό κτερισμάτων. Διακρίνονται, κυρίως, ένας αυλός (αποτελούμενος από τρία στελέχη)/δίαυλος, ένα αντηχείο λύρας και ένας χορδοτόνος. Εκτός των μουσικών οργάνων, βρέθηκαν δύο μελαμβαφείς αρυβαλλοειδείς λήκυθοι, μία λευκή λήκυθος, ένα πήλινο αλάβαστρο του 5ου π.Χ. αι. και μία σιδερένια στλεγγίδα. Οι στλεγγίδες συνήθως αφορούν σε ανδρικές αλλά και παιδικές ταφές, από την κλασική εποχή και εξής, γεγονός το οποίο χαρακτηρίζει τον νεκρό ως αθλητή», σημείωσε η Α. Κοκολιού.
Και προσέθεσε ως προς το μουσικό όργανο: «Το πλέον ιδιαίτερο κτέρισμα είναι το αντηχείο της λύρας, το οποίο υποδηλώνει την ύπαρξη μιας δυνατής σχέσης μεταξύ της κοινωνικής τάξης και της ελπίδας που συνδέει τον Κάτω κόσμο με τα μουσικά όργανα. Επίσης, η λύρα κατέχει υψηλή θέση, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, μεταξύ της ζωής και του θανάτου. Σύμφωνα με τον Τζάσπερ Σβένμπρο, η λύρα είναι το μοναδικό όργανο που επιτρέπει στις ψυχές των νεκρών να επιστρέψουν στον κόσμο των ζωντανών. Η συνύπαρξη των δύο μουσικών οργάνων, λύρας και αυλού, του Τ48 δίνουν το στίγμα του νεκρού του τάφου. Πρόκειται πιθανόν για αγόρι, το οποίο σύμφωνα με τους ανθρωπολόγους ήταν στην εφηβεία. Ο τάφος, λοιπόν, ανήκε σε έναν μικρό Αθηναίο και, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, χρονολογείται γύρω στις αρχές του 5ου αι. π. Χ. ή γύρω στο 480 π.Χ.».
Η ταφή του, όπως διευκρίνισε η αρχαιολόγος, έγινε με μεγάλη συναισθηματική φόρτιση αυτών που την ετοίμασαν. «Τα αντικείμενα είχαν τοποθετηθεί με επιμέλεια στον τάφο του παιδιού από τους οικείους του και αντικατοπτρίζουν τις προσδοκίες τους που ο θάνατος συνέτριψε. Οι λύρες, εκτός του ότι αποδίδουν ένα στοιχείο πολυτέλειας, μεταφέρουν επίσης την εικόνα της κοινωνικής ζωής και παρουσιάζονται στο ευρύτερο σύνολο. Η πλέον οικεία εικόνα αποδεικνύει ότι οι νεκροί αγαπήθηκαν από την οικογένειά τους, αλλά και παράλληλα είναι μια ακριβής εικόνα των αντικειμένων που παραμένουν εντός του τάφου αλλά και στη μνήμη των αγαπημένων τους συγγενών που παρευρέθηκαν στην τελετή. H μουσική για τους αρχαίους Έλληνες συνέβαλλε αποκλειστικά στην αγωγή της ψυχής, ενώ η γυμναστική στην αγωγή του σώματος.
Τέλος, η παρουσία των μουσικών οργάνων θα μπορούσε να παράσχει μια ακριβή αναδρομική παρουσίαση της κατάστασης του νεκρού και τη συμβολή του σ’ έναν καλλιεργημένο και εκλεπτυσμένο κόσμο με μία αναφορά στο κοινωνικοπολιτικό καθεστώς. Τα μουσικά όργανα τοποθετούνται στον τάφο δηλώνοντας ότι τα παιδιά δεν θα περάσουν ποτέ τα προδιαγεγραμμένα κατώφλια της κοινωνικής ζωής, της ενηλικίωσης, του συζύγου ή πατέρα και κυρίως του σεβάσμιου Αθηναίου. Αντ’ αυτού, ο θάνατος τα μετέφερε σε κάποια μεθοριακή θέση, από όπου μόνο μια διάβαση είναι δυνατή. Ο γιος του αριστοκράτη αποχωρίστηκε την κουροτρόφο Άρτεμη και παραδόθηκε σε κάποια άγνωστη, πρωτόγνωρη σφαίρα», σημείωσε η κ. Κοκολιού.
Συντήρηση: προκλήσεις και συγκινήσεις
Η συντήρηση του μουσικού οργάνου δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι προκλήσεις που έπρεπε να αντιμετωπιστούν εμφανίστηκαν από το στάδιο της απόσπασής του. «Η ασφαλής απόσπαση του συνόλου των τμημάτων από το ανασκαφικό πεδίο και η ομαλή μετάβασή του από το περιβάλλον ταφής στο εργαστήριο συντήρησης ήταν η πρώτη μας πρόκληση. Τα κεράτινα τμήματα του αντηχείου της αρχαίας λύρας εντοπίστηκαν σε διαφορετικό βάθος και αποσπάστηκαν από το έδαφος μαζί με τμήμα/όγκο χώματος ενισχυμένου με γύψινες ταινίες. Γύρω από τον όγκο χώματος κατασκευάστηκε γύψινη μήτρα για την ασφαλή μεταφορά του συνόλου στο εργαστήριο συντήρησης. Πριν την έναρξη της συντήρησης, τα τμήματα του ευρήματος αποσπάστηκαν από το συμπαγές περιβάλλον ταφής με μεθοδολογία μικροανασκαφής», περιέγραψε η Β. Μυλωνά.
Επόμενη πρόκληση, η απομάκρυνση του σκληρού συμπαγούς στρώματος χώματος και αλάτων από τις κεράτινες πλάκες. «Μεγάλο μέρος του υλικού παρουσίαζε αυξημένη ευθραυστότητα, τάση απόσπασης σε φλοίδες, ρωγματώσεις, θραύσεις, αποδόμηση, συρρίκνωση, παραμορφώσεις-επιπεδοποίηση, προσβολή από μικροοργανισμούς κ.α. Τα σιδηρά τμήματα του αρχαίου οργάνου παρουσίαζαν έντονη διάβρωση και είχαν ‘ορυκτοποιηθεί’ πλήρως. Οι επεμβάσεις καθαρισμού του υλικού πραγματοποιήθηκαν αποκλειστικά στο οπτικό μικροσκόπιο με τη χρήση μηχανικών μέσων και την εφαρμογή διαλύματος ήπιων οργανικών διαλυτών. Η διαδικασία καθαρισμού ήταν ιδιαίτερα χρονοβόρα και επίπονη και αποτέλεσε το πιο απαιτητικό μέρος στη συντήρηση του πολύτιμου ευρήματος. Ακολούθησαν εργασίες στερέωσης -ώστε να συγκρατηθούν οι μικροσκοπικές φλοίδες υλικού, να ενδυναμωθούν οι εύθραυστες περιοχές και οι ρωγματώσεις-, καθώς και συγκόλλησης των θραυσμένων τμημάτων και ανάταξης του υλικού. Στον χορδοτόνο έγιναν εργασίες καθαρισμού από τα προϊόντα διάβρωσης του σιδήρου, συγκολλήσεις και επιφανειακή προστασία. Η απόσπαση από το ανασκαφικό πεδίο και η συντήρηση τριών τμημάτων του χορδοτόνου πραγματοποιήθηκε από τις συναδέλφους συντηρήτριες αρχαιοτήτων Χρυσή Βομβογιάννη, Ελένη Κούμα και Ελένη Νικολακοπούλου. Αποφασίσαμε να μην γίνουν συμπληρώσεις των απωλεσθέντων τμημάτων του αρχαίου μουσικού οργάνου με σύγχρονα υλικά (π.χ. εποξικές ρητίνες) για λόγους ηθικής στη συντήρηση (αρχή αντιστρεψιμότητας) και αισθητικής», επισημαίνει η κ. Μυλωνά, που έκανε τη συντήρησή του κελύφους-αντηχείου, των σιδηρών τμημάτων που εντοπίστηκαν κατά τη μικροανασκαφή, καθώς και την πλήρη ανάταξη του χορδοτόνου.
Εννέα μήνες κράτησε η συντήρηση της λύρας, διαδικασία που διανθίστηκε από πολλές συγκινήσεις. «Ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση μας επιφύλασσε ο εντοπισμός μέσα στο χώμα δύο σιδηρών τμημάτων, τα οποία διατηρούσαν στο άκρο τους μικρά κεράτινα τμήματα. Η ανακάλυψή αυτή μας πρόσφερε το κλειδί σύνδεσης του χορδοτόνου με το αντηχείο, καθώς τα σιδηρά τμήματα ταίριαξαν απόλυτα στις δύο μεγάλες οπές του κελύφους, δηλαδή, τις αναμενόμενες θέσεις τοποθέτησής του», προσέθεσε η κ. Μυλωνά. Ωστόσο, δεν βρέθηκαν άλλα υπολείμματα.

spot_img
spot_img