Καταστήματα, γραφεία, κατοικίες με 40-42 διαμερίσματα και εστίαση θα αποτελέσουν τις νέες χρήσεις για το έργο, με αξία ανάπτυξης κατά την ολοκλήρωσή του πέριξ των 80 εκατ. ευρώ
Οι πιο παλιοί θυμούνται το πολυκατάστημα Μινιόν, το οποίο κάηκε ολοσχερώς τα ξημερώματα της 19ης Δεκεμβρίου του 1980. Τότε που ταυτόχρονα εκδηλώθηκαν δύο ταυτόχρονες πυρκαγιές σε Μινιόν και στο κτίριο του Κατράντζου στα Χαυτεία.
Δεν έμεινε τίποτα από τα δύο εμβληματικά κτήρια. Από το Μινιόν απέμεινε μόνο ο σκελετός ενώ το κτήριο του Κατράντζου κατάρρευσε. Όλοι υπέθεσαν ότι ήταν τρομοκρατική ενέργεια. Και λίγα 24ωρα αργότερα-22 Δεκεμβρίου- ανέλαβε την ευθύνη η πρωτοεμφανιζόμενη ομάδα «Επαναστατική Οργάνωση Οκτώβρης 80», που ήταν παρακλάδι του ΕΛΑ.
Τώρα 43 χρόνια μετά το εμβληματικό κτίριο του Μινιόν φιλοδοξεί να μετατραπεί σε καταλύτη για το κέντρο. Το προσεχές καλοκαίρι, και σε δεύτερη φάση, από το πρώτο ή δεύτερο τρίμηνο του 2024, να ακολουθήσει η σταδιακή του λειτουργία. Καταστήματα, γραφεία, κατοικίες με 40-42 διαμερίσματα και εστίαση θα αποτελέσουν τις νέες χρήσεις για το έργο, με αξία ανάπτυξης κατά την ολοκλήρωσή του πέριξ των 80 εκατ. ευρώ.
«Το σκεπτικό πίσω από την ιδέα είναι να γίνει το ακίνητο ένας νέος πυρήνας με πολλαπλές χρήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της κατοικίας, ώστε να δημιουργήσει ένα ακόμη νέο σημείο αναφοράς στην περιοχή, αφού το μεγάλο στοίχημα σε συνδυασμό και με τις λοιπές επενδύσεις που έχουν γίνει ή δρομολογούνται στα πέριξ της πλατείας είναι να δοθεί νέα ζωή γύρω από την Ομόνοια», δηλώνει ο αρχιτέκτονας Μίνως Διγενής για το κτίριο που έγινε σήμα κατατεθέν της Αθήνας και αγαπημένος προορισμός των κατοίκων και των επισκεπτών της τον περασμένο αιώνα, παίρνοντας το όνομά του από το πρώτο περίπτερο που ίδρυσε τη δεκαετία του ’30 με έναν συνέταιρό του ο Γιάννης Γεωργακάς.
Ο συνδυασμός κατοικιών, εμπορίου, γραφείων και εστίασης θα εκπέμπει ζωή όλο το 24ωρο και θα δημιουργεί κίνηση σε όλη τη γειτονιά. Τα διαμερίσματα που ξεκινούν από ένα μέγεθος, στην πλειονότητά τους, 60-65 τ.μ. έως 115 τ.μ. προσελκύουν ένα κοινό ηλικίας 30-55 ετών, προερχόμενο και από το εξωτερικό, Έλληνες του εξωτερικού που έχουν ταξιδέψει πολύ και πιστεύουν στην αναβίωση του κέντρου των πόλεων.
Το στίγμα για το νέο Μινιόν -πέραν των υψηλών περιβαλλοντικών προδιαγραφών του έργου με βιοκλιματικά στοιχεία και διεθνείς πιστοποιήσεις- δίνουν η αρχιτεκτονική γραμμή που παραπέμπει σε αθηναϊκό μοντερνισμό, το χρώμα και οι αψίδες, «με στόχο να αποτελέσει ένα κτίριο πλήρως ενταγμένο στον αρχιτεκτονικό ιστό της Αθήνας», σύμφωνα με τον κ. Διγενή. Γεννημένος το 1971 στην Αθήνα, ο κ. Διγενής, μετά την αποφοίτησή του από το Πολυτεχνείο του Μιλάνου, το 1996, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Βαρκελώνη. Η εταιρεία του, στα 21 έτη σταδιοδρομίας, έχει αποπερατώσει πάνω από 120 projects στην Ισπανία, και δη την Καταλονία, αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Η νέα εικόνα του «Μινιόν»
Το συγκρότημα του «Μινιόν» αποτελείται από πέντε κτίρια και έχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια από τότε που παραμένει εγκαταλελειμμένο, έχοντας αφήσει στο μακρινό παρελθόν την παλιά του αίγλη. Είναι χαρακτηριστικό ότι τη δεκαετία του ’70 το πολυκατάστημα, που ήταν μάλιστα το πρώτο που χρησιμοποίησε εσωτερικές κυλιόμενες σκάλες, έφτασε να είναι το ενδέκατο μεγαλύτερο στο είδος του στην Ευρώπη, με ετήσιο τζίρο 1 δισ. δραχμές, νούμερο αστρονομικό για την εποχή. Η τεράστια καταστροφή με την πυρκαγιά του 1980 ήταν ένα μεγάλο ορόσημο που σηματοδότησε την αρχή του τέλους για το δημιούργημα του Γιάννη Γεωργακά. Έκτατε, έστω κι αν το «Μινιόν» αναγεννήθηκε, ουδέποτε κατάφερε να ανακτήσει την παλιά του λάμψη, χάνοντας το τρένο των εξελίξεων στο εγχώριο λιανεμπόριο, αντιμετωπίζοντας ουκ ολίγα προβλήματα ρευστότητας και έχοντας τελικά τον χαρακτηρισμό της «προβληματικής επιχείρησης». Το οριστικό λουκέτο μπήκε το 1998, με την τελευταία ιδιοκτήτρια, τη Folli Follie, να έχει επεξεργαστεί διάφορα σενάρια αξιοποίησης την περίοδο των παχιών αγελάδων για την ίδια, ενώ το 2021, στο πλαίσιο του σχεδίου εξυγίανσης της εταιρείας, το ακίνητο άλλαξε χέρια περνώντας στην Dimand.
«Τώρα έχουμε ένα κέλυφος και η ιδέα είναι να το “ανακυκλώσουμε”, να το ανακατασκευάσουμε και να έχουμε μια νέα ιστορία, με τη μνήμη του ιστορικού πολυκαταστήματος. Αναλύοντας το κτίριο, για εμάς ήταν πολύ ιδιαίτερο και δύσκολο γιατί ο πρώτος ιδιοκτήτης, ο Γεωργακάς, προσέθετε στη διάρκεια των ετών σταδιακά και νέες ιδιοκτησίες. Αυτό ήταν για εμάς και το μεγάλο ερέθισμα στην ιδέα της “προσαρμογής”, η οποία μαζί με την “ανακύκλωση” είναι δύο βασικές αρχές για το project. Πήραμε την απόφαση λοιπόν ώστε να μην υπάρχει ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό ύφος, δίνοντας παράλληλα και το νέο στίγμα με τις νέες χρήσεις για κατοικία από την πλευρά του πεζόδρομου. Έτσι υπάρχουν δύο διακριτοί σχεδιασμοί σε σχέση με την κατοικία, που βρίσκεται ξεχωριστά από το υπόλοιπο Μινιόν στη συμβολή των πεζοδρόμων Σατωβριάνδου και Δώρου, και τις επαγγελματικές χρήσεις. Πήραμε τη λογική ενός νεοκλασικού παραθύρου της παλιάς αστικής Αθήνας και τη συνδυάσαμε με αφαιρετικές γραμμές για το τμήμα των κατοικιών, με μια σκεπαστή αγορά στη βάση του.
Επιπλέον, στην αρχιτεκτονική ιδέα εντάξαμε κι έναν σκελετό με αλουμινένιο κάνναβο, με πιο ανάλαφρη αρχιτεκτονική, ενώ υπάρχει ένα τρίτο στοιχείο, η αψίδα στη βάση του κτιρίου, δίνοντας ένα διαφορετικό ύφος και έναν πιο αστικό χαρακτήρα που ταιριάζει στον δρόμο της Πατησίων. Το υπόλοιπο κτίριο είναι πολύ γραμμικό, οπότε η αψίδα δίνει ένα στοιχείο πιο ήπιο και έστω κι αν δεν είναι πολύ διαδεδομένη στην Αθήνα -αν και η Βαρβάκειος έχει αψίδες- δίνει μια άλλη στάθμη και παραπέμπει σε μια πιο ευρωπαϊκή αναφορά. Ο στόχος είναι το νέο Μινιόν αρχιτεκτονικά, να αποτελέσει ένα κτίριο πολύ ενταγμένο στον αρχιτεκτονικό ιστό της Αθήνας, διατηρώντας τη μοντερνιστική γραμμή της Πατησίων και δίνοντας παράλληλα και χρώμα. Σε σχέση με τις χρήσεις, ο συνδυασμός κατοικιών, εμπορίου, γραφείων και εστίασης εξυπηρετεί γιατί θέλουμε το κτίριο να είναι ζωντανό, κάτι που θα εκπέμπει ζωή όλο το 24ωρο και θα δημιουργεί κίνηση σε όλη τη γειτονιά. Αυτό ήταν που λειτούργησε και στη Βαρκελώνη και αυτό είναι και το μεγάλο στοίχημα για τη συγκεκριμένη περιοχή της Αθήνας».