Δεν ήθελα να πάω. Η ιδέα ενός «πανηγυριού για συνταξιούχους» μού φαινόταν αστεία. Τι δουλειά έχω εγώ με χορούς και τραγούδια τώρα; Μα με έπεισε η κόρη μου: «Μαμά, πήγαινε. Θα περάσεις καλά. Δεν έχεις να χάσεις τίποτα».
Πήγα. Και το μετάνιωσα… που δεν το είχα κάνει νωρίτερα.
Το πολιτιστικό κέντρο είχε γεμίσει κόσμο της ηλικίας μου. Γυναίκες περιποιημένες, άντρες με χιούμορ – όλοι μ’ ένα βλέμμα λίγο πιο ζωηρό από το συνηθισμένο. Δεν ήξερα κανέναν, αλλά όλοι έμοιαζαν γνωστοί. Σαν να ήμασταν από παλιά φίλοι.
Όταν άρχισε η μουσική, τα πόδια μου πήγαν μόνα τους στην πίστα. Ένα τσάμικο, ένα καλαματιανό… και ξαφνικά ήμουν πάλι 25, στο χωριό, στο πρώτο πανηγύρι με τη μάνα μου. Ένας κύριος με ρώτησε αν θέλω να χορέψουμε. Ναι, του είπα. Και ήταν σαν να χορεύαμε όλη μας τη ζωή.
Στο τέλος της βραδιάς, γελούσαμε όλοι με τα πρόσωπα κόκκινα, τα πόδια κουρασμένα. Κι όμως, ήμασταν πιο ζωντανοί από ποτέ. Δεν ήμασταν απλώς «συνταξιούχοι». Ήμασταν άνθρωποι με ιστορίες, επιθυμίες, ενέργεια. Μπήκα σπίτι με το χαμόγελο να μην φεύγει.
Την άλλη μέρα, πήρα τηλέφωνο να ρωτήσω πότε θα γίνει το επόμενο.
