Του Αλέξη Π. Μητρόπουλου*
Στις 22-11-2024 η κυβέρνηση κατέθεσε στη Βουλή σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με τίτλο «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (Ε.Ε.) 2022/2041 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 2022 για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση-Αναπροσαρμογή μισθών προσωπικού δημοσίου τομέα-Ρυθμίσεις για τον καθορισμό κατώτατου μισθού για τα έτη 2025, 2026 και 2027». Το σχέδιο νόμου προβλέπεται να ψηφιστεί στην Ολομέλεια της Βουλής στις 6-12-2024.
Σύμφωνα με το άρθρο 17 της Οδηγίας, η ενσωμάτωση και η εφαρμογή της έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί από τα κράτη-μέλη το αργότερο μέχρι 15-11-2024. Η κυβέρνηση, παραβιάζοντας αυτό το άρθρο, αναφέρει στο άρθρο 19 του ν/σ ότι θα ισχύσει από 1η Ιουνίου 2027!
Από το 2012, ως γνωστόν, έχει αφαιρεθεί από τους κοινωνικούς εταίρους (ΓΣΕΕ-ΣΕΒ) η δυνατότητα να διαπραγματεύονται τους κατώτατους μισθούς και τα κατώτατα ημερομίσθια. Έκτοτε ο κατώτατος μισθός ορίζεται κεντρικά από την κυβέρνηση μετά από υποβολή προτάσεων των συγκεκριμένων από τον Νόμο φορέων και εισήγηση στο Υπουργικό Συμβούλιο σχετικής πρότασης εκ μέρους τού εκάστοτε Υπουργού Εργασίας.
Το υπό ψήφιση νομοσχέδιο, δυστυχώς και με τη συνδρομή επιστημόνων και κοινωνικών φορέων, επαναθεσπίζει τη μνημονιακή απαγόρευση της διαπραγμάτευσης του κατώτατου μισθού. Έτσι, η διάταξη του άρθρου 103 του ν. 4172/2013 θα συνεχίζει δυστυχώς να εφαρμόζεται για πολλά χρόνια ακόμη, παρά τις ψευδείς δηλώσεις των κομματικών μνημονιακών ηγεσιών ότι έχουμε εξέλθει από τα Μνημόνια. Γι’ αυτό ο καθορισμός του κατώτατου μισθού με διαπραγμάτευση από τους κοινωνικούς εταίρους πρέπει να περιέλθει άμεσα στην αρμοδιότητα των κορυφαίων τριτοβάθμιων Συνδικαλιστικών Οργανώσεων (ΓΣΕΕ-ΣΕΒ).
Εξάλλου, από το 1970 εκκρεμεί προς κύρωση η 131/1970 Διεθνής Σύμβαση Εργασίας «Για τους κατώτατους μισθούς και ημερομίσθια» μέσω του μηχανισμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Δυστυχώς, μέχρι και σήμερα, 54 χρόνια μετά, η σημαντική αυτή Διεθνής Σύμβαση Εργασίας δεν έχει ακόμη κυρωθεί από τη χώρα μας!
Τη σημαντική αυτή ΔΣΕ θεωρεί ως προϋπόθεση η υπό ενσωμάτωση Οδηγία2022/2041 ΕΕ (παρ. 8 του Προοιμίου) η οποία, χωρίς να αποτελεί φιλεργατικό κείμενο αλλά ένα νεοφιλελεύθερο κείμενο γενικών διακηρύξεων και αρχών χωρίς δεσμευτικότητα, παρέχει χρήσιμες οδηγίες στα κράτη-μέλη της ΕΕ να αποφασίσουν τα ίδια για την πολιτική μισθών και την αξιοπρεπή διαβίωση των εργαζομένων.
Ι. Τα βασικά σημεία τής Οδηγίας 2022/2041 ΕΕ
Στις 19-10-2022 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της ΕΕ εξέδωσαν την Οδηγία 2022/2041 «Για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Στο προοίμιο της Οδηγίας επισημαίνεται ότι με το άρθρο 27 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ κατοχυρώνεται το δικαίωμα των εργαζομένων στην ενημέρωση και τη διαβούλευση. Το άρθρο 28 του ίδιου Χάρτη κατοχυρώνει το δικαίωμα των εργαζομένων και των Οργανώσεών τους στη διαπραγμάτευση και τη σύναψη ΣΣΕ. Ταυτόχρονα θεμελιώνεται το δικαίωμα όλων των εργαζομένων σε δίκαιη αμοιβή που να διασφαλίζει, στους ίδιους και τις οικογένειές τους, αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, αναγνωρίζοντας τον ρόλο των ΣΣΕ και των μηχανισμών καθορισμού νόμιμων κατώτατων μισθών, καθώς και τη σημασία οργάνωσης εργαζομένων και εργοδοτών για την προστασία των οικονομικών και κοινωνικών τους συμφερόντων.
Περαιτέρω στο Προοίμιο της Οδηγίας επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την 8η αρχή του κεφαλαίου ΙΙ του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων, πρέπει να πραγματοποιείται διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους σχετικά με τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των οικονομικών πολιτικών και των πολιτικών απασχόλησης. Οι κοινωνικοί εταίροι πρέπει να ενθαρρύνονται να διαπραγματεύονται και να συνάπτουν ΣΣΕ με παράλληλο σεβασμό της αυτονομίας τους και του δικαιώματος συλλογικής δράσης.
Τέλος, στο Προοίμιο της Οδηγίας αναφέρεται ότι με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2020/1512 του Συμβουλίου κλήθηκαν τα κράτη-μέλη που διαθέτουν εθνικούς μηχανισμούς για τον καθορισμό των νόμιμων κατώτατων μισθών, να διασφαλίζουν την αποτελεσματική συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στον καθορισμό των μισθών. Τα κράτη-μέλη καλούνται να προωθήσουν τον κοινωνικό διάλογο και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι όλοι οι εργαζόμενοι λαμβάνουν επαρκείς και δίκαιους μισθούς, επωφελούμενοι από ΣΣΕ ή από επαρκείς νόμιμους κατώτατους μισθούς, στα πλαίσια της ανταγωνιστικότητας.
Τα σημαντικότερα σημεία της υπό ενσωμάτωση στην εθνική Νομοθεσία Οδηγίας είναι τα παρακάτω:
Με το άρθρο 1 θεσπίζεται πλαίσιο για: α)την επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών με στόχο την επίτευξη αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, β)την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών, γ)την ενίσχυση της αποτελεσματικής πρόσβασης των εργαζομένων σε δικαιώματα προστασίας με τη μορφή κατώτατου μισθού, όπου αυτό προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο και/ή ΣΣΕ.
Με το άρθρο 2, η Οδηγία εφαρμόζεται στους εργαζομένους στην ΕΕ που εργάζονται με σύμβαση εργασίας ή σχέση εργασίας, όπως οι εν λόγω έννοιες ορίζονται από το δίκαιο, τις συλλογικές συμβάσεις ή τις πρακτικές που ισχύουν σε κάθε κράτος-μέλος, λαμβανομένης υπόψη της Νομολογίας του Δικαστηρίου.
Στο άρθρο 4 της Οδηγίας αναφέρεται ότι, έχοντας ως στόχο την αύξηση των καλυπτομένων από συλλογικές διαπραγματεύσεις και τη διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών, τα κράτη-μέλη, με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων και σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και την εθνική πρακτική:
α) προωθούν την ενίσχυση της ικανότητας των κοινωνικών εταίρων να συμμετέχουν σε συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθών, ιδίως σε κλαδικό ή διακλαδικό επίπεδο,
β) ενθαρρύνουν τις εποικοδομητικές, ουσιαστικές και εμπεριστατωμένες διαπραγματεύσεις επί των μισθών μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, επί ίσοις όροις,
γ) λαμβάνουν μέτρα, κατά περίπτωση, για την προστασία τής άσκησης του δικαιώματος συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών και για την προστασία των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών εκπροσώπων από πράξεις που εισάγουν διακρίσεις εις βάρος τους αναφορικά με την απασχόλησή τους με την αιτιολογία ότι συμμετέχουν ή επιθυμούν να συμμετάσχουν σε συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθών,
δ) λαμβάνουν μέτρα, κατά περίπτωση, για την προστασία των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των οργανώσεων των εργοδοτών που συμμετέχουν ή επιθυμούν να συμμετάσχουν σε συλλογικές διαπραγματεύσεις έναντι τυχόν ενεργειών παρέμβασης μεταξύ τους ή των εκατέρωθεν εκπροσώπων ή μελών τους κατά τη σύσταση, τη λειτουργία ή τη διοίκησή τους.
Επίσης, στο ίδιο άρθρο 4 αναφέρεται ότι κάθε κράτος-μέλος με ποσοστό κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις κάτω του 80%, θεσπίζει πλαίσιο με τους αναγκαίους πρόσφορους όρους για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, είτε με νόμο κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους, είτε με συμφωνία με αυτούς. Το κράτος αυτό εκπονεί σχέδιο δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους ή σε συμφωνία με αυτούς ή, κατόπιν κοινού αιτήματος των κοινωνικών εταίρων, ως προϊόν συμφωνίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Στο σχέδιο δράσης ορίζεται χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα για τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις. Το σχέδιο δράσης πρέπει να επανεξετάζεται τουλάχιστον ανά πενταετία και τυχόν επικαιροποιήσεις του δημοσιοποιούνται και κοινοποιούνται στην Επιτροπή.
Στο άρθρο 5 ορίζεται ότι τα κράτη-μέλη με νόμιμους κατώτατους μισθούς θεσπίζουν τις αναγκαίες διαδικασίες για τον καθορισμό και την επικαιροποίησή τους, με στόχο την επίτευξη αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου, τη μείωση της φτώχειας των εργαζομένων, την προώθηση της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής σύγκλισης προς τα πάνω και τη μείωση του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των φύλων.
Προς τον σκοπό αυτό, τα κράτη-μέλη καθορίζουν κριτήρια σύμφωνα με τις εθνικές πρακτικές, το σχετικό εθνικό δίκαιο, τις αποφάσεις των αρμόδιων φορέων τους ή με τριμερείς συμφωνίες και πρέπει να είναι σαφή. Πρέπει όμως να περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής στοιχεία:
α) την αγοραστική δύναμη των νόμιμων κατώτατων μισθών, λαμβανομένου υπόψη του κόστους διαβίωσης,
β) το γενικό επίπεδο των μισθών και την κατανομή τους,
γ) τον ρυθμό αύξησης των μισθών και
δ) τα εθνικά επίπεδα και τις εξελίξεις, μακροπρόθεσμα, στην παραγωγικότητα.
Στο ίδιο άρθρο 5 ορίζεται ότι τα κράτη μπορούν επιπλέον να χρησιμοποιούν αυτόματο μηχανισμό τιμαριθμικής αναπροσαρμογής (ΑΤΑ) των νόμιμων κατώτατων μισθών, υπό την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή του δεν θα οδηγεί σε μείωση του νόμιμου κατώτατου μισθού. Μπορούν επίσης να χρησιμοποιούν ενδεικτικές τιμές αναφοράς για την καθοδήγηση της εκτίμησής τους ως προς την επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών (όπως π.χ. το 60% του ακαθάριστου διάμεσου μισθού και το 50% του ακαθάριστου μέσου μισθού ή/και ενδεικτικές τιμές αναφοράς που χρησιμοποιούνται σε εθνικό επίπεδο).
Η τακτική και έγκαιρη επικαιροποίηση των νόμιμων κατώτατων μισθών πραγματοποιείται τουλάχιστον ανά διετία ή, για τα κράτη-μέλη που χρησιμοποιούν ΑΤΑ, τουλάχιστον ανά τετραετία.
Στο άρθρο 16 ορίζεται ότι η Οδηγία ουδόλως αποτελεί βάσιμο λόγο για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας που ήδη παρέχεται στους εργαζομένους, ούτε θίγει το προνόμιο των κρατών-μελών να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που είναι ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους ή να ενθαρρύνουν ή να επιτρέπουν την εφαρμογή συλλογικών συμβάσεων που είναι ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους.
Στο άρθρο 17 ορίζεται ότι τα κράτη-μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες διατάξεις για να συμμορφωθούν με την Οδηγία το αργότερο μέχρι 15 Νοεμβρίου 2024. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή και της ανακοινώνουν το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου που θεσπίζουν, καθώς και την περιγραφή της συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων.
ΙΙ. Η «νόθα» ενσωμάτωση της Οδηγίας 2022/2041 ΕΕ. Τα έντεκα (11) αρνητικά σημεία τού νομοσχεδίου
1ον) Το ν/σ επαναθεσπίζει τη μνημονιακή απαγόρευση της διαπραγμάτευσης του κατώτατου μισθού μεταξύ ΓΣΕΕ και ΣΕΒ!!
Η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) υπήρξε μεγάλος σταθμός του Εργατικού Κινήματος στην Ελλάδα. Η συλ¬λογική διαπραγμάτευση, μέσα από τις ταξικές οργανώσεις εργα¬ζομένων-εργοδοτών, για την τρέχουσα τιμή (αξία) της εργατικής (μισθωτής) δύναμης, ήταν από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις του εργατικού και προοδευτικού πολιτικού κινήματος. Όλοι οι θεω¬ρητικοί και οι ακτιβιστές της διαλεκτικής θεωρίας και πράξης τό¬νισαν τη μεγάλη συμβολή της στην αναβάθμιση της ζωής των ερ¬γατοϋπαλλήλων.
Η επικράτησή της και η δυνατότητα συνομολόγησης-διαπραγμάτευσης του κατώτατου (εισαγωγικού- βασικού) μισθού των ανειδίκευτων εργατών (συνήθως χειρωνακτών του ιδιωτικού τομέα) εξυπηρέτησε προεχόντως ταξικούς, κοινωνικούς, ανθρω¬πιστικούς, αλλά και εθνικούς-οικονομικούς στόχους. Η ΕΓΣΣΕ έθετε το κατώτατο πλαίσιο μισθών, ημερομισθίων και βασικών επιδομάτων και πάνω του «χτιζόταν» όλο το ιδιωτικό μισθολόγιο.
Η ΕΓΣΣΕ και ο κατώτατος μισθός ήταν ο «άτλαντας» των μι-σθών (κατώτατο- κεντρικό μισθολογικό σύστημα).
H ΕΓΣΣΕ είχε όμως και σπουδαίο κοινωνικό ρόλο. Έβαζε το «δίχτυ ασφαλείας» που προστάτευε τα κατώτερα (από άποψης μισθού) στρώματα της ερ¬γατικής τάξης. Ήταν το εγγυημένο ημερομίσθιο και ο κατώτατος εγγυημένος μισθός, που, αν τα κατείχες ή τα ξεπερνούσες, είχες ελπίδες για μιαν αξιοβίωτη ζωή, και αν όχι, έπεφτες στη φτώχεια και στην εξαθλίωση.
Οι δανειστές και τα κόμματα του μνημονιακού τόξου αμφισβήτησαν εξαρχής τον κατώτατο μισθό-ημε¬ρομίσθιο και τον ρόλο της ΕΓΣΣΕ. Δεν επέτρεψαν την ύπαρξη αυ¬τού του «διχτυού ασφαλείας». Από το α’ Μνημόνιο (ν. 3845/2010) μέχρι και το γ’ (ν. 4336/2015), η ΕΓΣΣΕ διαρκώς αποδυνα¬μώνεται, δεν έχει ρόλο, κύρος, παρέμβαση. Ειδικά με τον ν. 4093/2012 της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου ορίστηκε ότι η ΓΣΕΕ μέσω της ΕΓΣΣΕ δεν μπο¬ρεί πλέον να συνομολογεί μισθολογικούς όρους για τους εργατοϋπαλλήλους. Συγκεκριμένα η υποπαρ. ΙΑ.11 παρ. 2α ορίζει ότι «Οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καθορίζουν τους ελάχιστους μη μισθολογικούς όρους εργασίας, που ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας» και στην παρ. 4 ορίζεται ότι «Κάθε αναφορά της ισχύουσας νομοθεσίας γενικά στον ελάχιστο μισθό ή στο ελάχιστο ημερομίσθιο της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) νοείται ο νόμιμος νομοθετημένος κατώτατος μισθός και κατώτατο ημερομίσθιο.» (σελ. 5611 του ΦΕΚ Α 222).
Η κυβέρνηση, με το προτεινόμενο ν/σ για τη δήθεν ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2022/2041, στην ουσία επαναθεσπίζει και θωρακίζει το μνημονιακό θεσμικό πλαίσιο αποκλείοντας εκ νέου και για τα επόμενα χρόνια τη ΓΣΕΕ από τη διαπραγμάτευση για το ύψος τού κατώτατου μισθού.
Οι δανειστές και όλες ανεξαιρέτως οι μνημονιακές κυβερνή¬σεις δεν επιθυμούσαν, ούτε επιθυμούν, τη δύναμη και τους συμβολισμούς της ΕΓ¬ΣΣΕ. Δεν σέβονται την ιστορία της συστημικής συναντίληψης πολ¬λών δεκαετιών.
Όταν πριν από λίγα χρόνια απείχε ο ΣΕΒ από την υπογραφή της, με αυτό το εντελώς περιορισμένο αντικείμενο, ο θεσμός κινδύνευε να μετεξελιχθεί σε μια ιδιότυπη (suigeneris) σύμβαση διακλαδικής φύσης, που κάλυπτε προσωρινά το εμπό¬ριο και τον τουρισμό. Κι έτσι η ΕΓΣΣΕ θα έχανε (και επίσημα) τον σπουδαίο θεσμικό, νομικό και κοινωνικό της ρόλο, κάτι που απο¬δέχτηκαν και οι ίδιοι οι κοινωνικοί αντίπαλοι στο προοίμιό της, αφού δεν αμφισβήτησαν τη μισθοκτόνα ΠΥΣ 6/28-2-2012 και τις θεσμικές αλλοιώσεις του ν. 4093/2012.
Η σύναψη της ΕΓΣΣΕ, που υπονομεύτηκε από την πρώτη στιγ-μή, έπρεπε να αποτελέσει βήμα σημαντικότερης παρέμβασης. Το περιορισμένο βεληνεκές της δεν ήταν βήμα προς τη σωστή κατεύ¬θυνση. Απλώς επιβεβαίωσε τη θεσμική υποβάθμιση ενός κορυ¬φαίου θεσμού του ταξικού αγώνα, που εξασφάλιζε τα χρειώδη της ζωής στα χαμηλότερα εργατικά στρώματα. Γι’ αυτό κάθε πανηγυ¬ρισμός ή έπαινος δεν ήταν δικαιολογημένος.
Εξάλλου, αναφορικά με τη συλλογική διαπραγμάτευση του κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου, το μνημονιακό πολιτικό προσωπικό πρέπει να ομολογήσει ότι αποτελεί ντροπή το γεγονός ότι, από το 2012 μέχρι σήμερα απαγορεύεται στη ΓΣΕΕ να διαπραγματεύεται το ύψος τού κατώτατου μισθού με τους εργοδότες (ΣΕΒ), όπως έκανε για δεκαετίες!! Είναι απαράδεκτο που η ηγεσία του Συνδικαλιστικού Κινήματος, όλα αυτά τα χρόνια, έχει δεχτεί και δυστυχώς έχει συμβιβασθεί με την πρωτοφανή μνημονιακή διάταξη του άρθρου 103 του ν. 4172/2013 (ΦΕΚ Α 167) επί υπουργίας κ. Ι. Βρούτση που το επέβαλε.
Και είναι απορίας άξιον πώς γίνεται, ενώ έχουμε βγει από τα Μνημόνια (όπως ψευδόμενοι κάποιοι διατείνονται και αρκετοί δυστυχώς πιστεύουν), να ισχύουν όλοι οι μνημονιακοί νόμοι και κυρίως το β’ Μνημόνιο (ν. 4046/2012) και οι αντεργατικοί εφαρμοστικοί του ν. 4093/2012, 4127/2013 και 4172/2013, που επιτρέπουν στην κυβέρνηση αφενός να καθορίζει μονομερώς το ύψος τού κατώτατου μισθού και αφετέρου αυτός να είναι «γυμνός» («single minimum wage system») χωρίς δηλαδή τα κατά νόμο επιδόματα προϋπηρεσίας (τριετίες) και γάμου-τέκνων (βλ. ανάλυσή μας «Η αλήθεια για τις τριετίες» στο βιβλίο «Αγορά Εργασίας και Συντάξεις. Η χρονοβόμβα του Δημογραφικού», Εκδόσεις «Εφημερίδα των Συνταξιούχων 60+», 2024).
Γι’ αυτό επιβάλλεται άμεσα η κατάργηση των ανωτέρω διατάξεων του ν. 4093/2012και του εφαρμοστικού του νόμου 4172/2013. Το δικαίωμα διαπραγμάτευσης του κατώτατου μισθού-ημερομισθίου πρέπει να επανέλθει στις κορυφαίες Συνδικαλιστικές Οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων (ΓΣΕΕ και ΣΕΒ).
2ον) Το ν/σ δεν κυρώνει την 131/1970 ΔΣΕ «Για κατώτατους μισθούς και ημερομίσθια» μέσω ΣΣΕ και ΑΤΑ που θεωρείται ως προϋπόθεση από την Οδηγία 2022/2041 ΕΕ (Προοίμιο παρ.8)
Πριν 54 χρόνια (στις 3-6-1970) στη Γενεύη, η Γενική Συνδιάσκεψη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) ψήφισε την υπ’ αριθ. 131 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας (ΔΣΕ) προκειμένου να διασφαλίσει την προστασία των μισθωτών από τους πολύ χαμηλούς μισθούς ρυθμίζοντας κατώτατους («minimum») μισθούς και ημερομίσθια, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Στη σύναψη της 131/1970 ΔΣΕ η ΔΟΕ κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη τη Σύμβαση του 1928 για τις μεθόδους καθορισμού των κατώτατων μισθών και τις Συμβάσεις του 1951 για ίση αμοιβή και τον καθορισμό κατώτατων ορίων στη γεωργία, οι οποίες συνέβαλαν σημαντικά στην προστασία μη ευνοημένων μισθωτών.
Δυστυχώς η χώρα μας μέχρι σήμερα δεν έχει κινήσει καν τη διαδικασία κύρωσης της 131/1970 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας, όπως ορίζει και το Σύνταγμα! Πενήντα τέσσερα (54) ολόκληρα χρόνια μετά, η Ελλάδα, μπορεί μεν να έχει ψηφίσει διάφορες διατάξεις παρεμφερείς, όμως, εντελώς αναιτιολόγητα, δεν έχει κυρώσει την 131/1970 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας!
Σύμφωνα με το άρθρο 1 της 131/1970 ΔΣΕ, κάθε μέλος της ΔΟΕ (όπως και η Ελλάδα), με την κύρωση της Σύμβασης υποχρεώνεται να καθιερώσει ένα σύστημα κατώτατων μισθών και ημερομισθίων που θα προστατεύει όλους τους μισθωτούς αναφορικά με τις συνθήκες εργασίας τους.
Οι ομάδες αυτές μισθωτών καθορίζονται μετά από συνεννόηση της αρμόδιας αρχής κάθε χώρας με τις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων και πρέπει να γνωστοποιηθούν στη ΔΟΕ στην πρώτη Έκθεση που θα υποβληθεί (σύμφωνα με το άρθρο 22 του Καταστατικού Χάρτη της ΔΟΕ). Επίσης πρέπει να γνωστοποιηθούν και οι ομάδες μισθωτών που δεν συμπεριλαμβάνονται στις προστατευτικές διατάξεις της 131/1970 ΔΣΕ, καθώς και οι λόγοι αποκλεισμού τους.
Υποχρέωση τού κάθε κράτους-μέλους της ΔΟΕ, σύμφωνα με την 131/1970 ΔΣΕ, αποτελεί επίσης και η υποβολή μεταγενέστερων Εκθέσεων για την κατάσταση της εσωτερικής νομοθεσίας και της πρακτικής που ακολουθείται για τις μη προστατευόμενες ομάδες μισθωτών, καθώς και η προοπτική ένταξής τους στην 131/1970 ΔΣΕ.
Στο άρθρο 2 ορίζεται ότι, λαμβάνοντας υπόψη την ελευθερία της συλλογικής διαπραγμάτευσης, οι κατώτατοι μισθοί και τα ημερομίσθια θα έχουν ισχύ αναγκαστικού νόμου (juscogens) και δεν θα μπορούν να μειωθούν. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, τα υπεύθυνα γι’ αυτό πρόσωπα θα έχουν επιβολή ποινικών και άλλων κυρώσεων.
Δυστυχώς όμως, όπως προαναφέρθηκε, από το 2012 στη χώρα μας, με την ΠΥΣ 6/2012 και σε εφαρμογή του β’ Μνημονίου (ν. 4046/2012), ο κατώτατος μισθός μειώθηκε από τα 751 € μεικτά στα 586 € μεικτά μέχρι την άνοιξη του 2019, όταν η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τον αύξησε από τα 586 € μεικτά στα 650 € μεικτά!! Τον αύξησε δηλαδή περίπου 10%, φτάνοντάς τον στο …δυσθεώρητο ύψος των 650 € μεικτά, μετά από 8 ολόκληρα χρόνια αναστολής της αύξησής του!!
Για την ίδια περίοδο, με τις ίδιες ανωτέρω νομοθετικές ρυθμίσεις, ίσχυσε για τους νέους και τις νέες κάτω των 25 ετών το όνειδος του «υποκατώτατου» μισθού, που με πλήρες ωράριο ελάμβαναν μισθό ύψους 510 € μεικτά (427 € καθαρά)!! Ο «νεανικός» «υποκατώτατος» καταργήθηκε επιτέλους από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ την άνοιξη του 2019, αφού πολλοί εργοδότες είχαν εκμεταλλευτεί σκληρά τη φτηνή εργασία των νέων μας για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, στέλνοντας αρκετές χιλιάδες από αυτούς στο εξωτερικό («brain drain»).
Αναφορικά με τη συλλογική διαπραγμάτευση του κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου, το μνημονιακό πολιτικό προσωπικό πρέπει να ομολογήσει ότι αποτελεί ντροπή το γεγονός ότι, από το 2012 μέχρι σήμερα απαγορεύεται στη ΓΣΕΕ να διαπραγματεύεται το ύψος τού κατώτατου μισθού με τους εργοδότες (ΣΕΒ), όπως έκανε για δεκαετίες!! Είναι απαράδεκτο που η ηγεσία του Συνδικαλιστικού Κινήματος, όλα αυτά τα χρόνια, έχει δεχτεί και δυστυχώς έχει συμβιβασθεί με την πρωτοφανή μνημονιακή διάταξη του άρθρου 103 του ν. 4172/2013 (ΦΕΚ Α’ 167) επί υπουργίας κ. Ι. Βρούτση που το επέβαλε.
Και είναι απορίας άξιον πώς γίνεται, ενώ έχουμε βγει από τα Μνημόνια (όπως ψευδόμενοι κάποιοι διατείνονται και αρκετοί δυστυχώς πιστεύουν), να ισχύουν όλοι οι μνημονιακοί νόμοι και κυρίως το β’ Μνημόνιο (ν. 4046/2012) και οι αντεργατικοί εφαρμοστικοί του ν. 4093/2012, 4127/2013 και 4172/2013, που επιτρέπουν στην κυβέρνηση αφενός να καθορίζει μονομερώς το ύψος τού κατώτατου μισθού και αφετέρου αυτός να είναι «γυμνός» («single minimum wages ystem») χωρίς δηλαδή τα κατά νόμο επιδόματα προϋπηρεσίας (τριετίες) και γάμου-τέκνων.
Με το άρθρο 3 της 131/1970 ΔΣΕ καθορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του επιπέδου των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων, λαμβανομένων υπόψη των εθνικής πρακτικής και των ιδιαίτερων συνθηκών. Τα στοιχεία αυτά είναι οι ανάγκες των εργαζομένων και των οικογενειών τους, το γενικό επίπεδο μισθών και ημερομισθίων, το κόστος ζωής, οι παροχές κοινωνικής ασφάλισης, συγκριτικά στοιχεία τού βιοτικού επιπέδου με άλλες κοινωνικές ομάδες, οικονομικοί παράγοντες (όπως οι απαιτήσεις της οικονομικής ανάπτυξης), τα επίπεδα παραγωγικότητας και η κρατική βούληση για επίτευξη και διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου απασχόλησης.
Κάθε κράτος-μέλος της ΔΟΕ υποχρεούται στη θέσπιση και τη διατήρηση μεθόδων που να επιτρέπουν τον καθορισμό και την περιοδική αναπροσαρμογή των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων (άρθρο 4), καθώς και στη θέσπιση κατάλληλου συστήματος Επιθεώρησης που θα διασφαλίζει την τήρηση των διατάξεων (άρθρο 5).
Η 131/1970 ΔΣΕ δεν θεωρείται αναθεώρηση προγενέστερης Διεθνούς Σύμβασης (άρθρο 6), ενώ ο Γενικός Διευθυντής του ΔΟΕ κοινοποιεί στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τις επικυρώσεις της (άρθρο 11).
Έχει περάσει ήδη πάνω από μισός αιώνας! Καμία δικαιολογία δεν χωρά σήμερα για την απαράδεκτη καθυστέρηση, για 54 ολόκληρα χρόνια (από το 1970 μέχρι σήμερα), όλων των κυβερνήσεων για την κύρωση αυτής τής πολύ σημαντικής για τους χαμηλόμισθους του ιδιωτικού τομέα Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας.
Η κυβέρνηση της ΝΔ δεν κύρωσε την 131 ΔΣΕ ούτε στην πρώτη ούτε στη δεύτερη θητεία της. Τώρα πια οφείλει να την φέρει άμεσα στη Βουλή για κύρωση και εφαρμογή της. Η προώθηση της ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2022/2041 ΕΕ, σ’ αυτή τη συγκυρία, θα προσέφερε τη λύση μιας θεσμικής εκκρεμότητας που εκθέτει τη χώρα μας στη διεθνή κοινότητα.
Εξάλλου, είναι σχεδόν σίγουρο, πως αν η χώρα μας είχε κυρώσει την 131/1970 ΔΣΕ πριν εισέλθουμε στα Μνημόνια (2010), είτε οι δανειστές δεν θα επέβαλαν τις δραματικές μειώσεις στους μισθούς το 2012 (και κατ’ επέκταση στις συντάξεις, αφού το Εργασιακό είναι συνάρτηση του Ασφαλιστικού) είτε οι σχετικές διατάξεις θα ήταν άκυρες και για τον λόγο (μεταξύ άλλων) ότι θα προσέκρουαν σε κυρωθείσα Διεθνή Σύμβαση!
Είναι απαράδεκτο για σύγχρονο κράτος να μην έχει κυρώσει αυτή τη σημαντική ΔΣΕ, όταν τα περισσότερα κράτη του πλανήτη το έχουν πράξει, όπως φαίνεται από τον σχετικό κατάλογο κρατών τού ΔΟΕ («International Labor Organisation»-ILO, https://www.ilo.org/dyn/normlex/en/f?p=1000:11300:0::NO:11300:P11300_INSTRUMENT_ID:312276).
Η για πάνω από μισό αιώνα ανεπικύρωτη 131/1970 ΔΣΕ δεν αποτελεί αμέλεια της χώρας μας, αλλά συνειδητή επιλογή τού μνημονιακού πολιτικού προσωπικού στο σύνολό του. Γι’ αυτό και υποψιάζει την παγκόσμια κοινότητα για σκόπιμη άρνησή μας, πράγμα που μας εκθέτει ως πολιτισμένο ευρωπαϊκό κράτος.
Με την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2022/2041 ΕΕ η κυβέρνηση όφειλε να προτάξει ως προτεραιότητά της την κύρωση της 131/1970 ΔΣΕ.
3ον) Το ν/σ εμποδίζει την άμεση αποκατάσταση των ΣΣΕ και την κατάργηση των μνημονιακών διατάξεων που έβαλαν εμπόδια στη συλλογική αυτονομία και την ελεύθερη συνδικαλιστική δράση. Εμπαίζει τους εργαζομένους με το πενταετές «Σχέδιο Δράσης» για δήθεν σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης από ΣΣΕ!
Οι ρυθμίσεις του άρθρου 5 του ν/σ, σε αντίθεση με το γράμμα και το πνεύμα της ίδιας Οδηγίας 2022/2041 ΕΕ, αντιμετωπίζουν το ζήτημα των ΣΣΕ μόνο ποσοτικά (αριθμητικά), χωρίς να επιλύει τα ουσιαστικά ζητήματα της συλλογικής αυτονομίας και της ελεύθερης συνδικαλιστικής δράσης (υποχρεωτικότητα, μετενέργεια, δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στον ΟΜΕΔ, ανεξαρτησία του ΟΜΕΔ από τις μνημονιακές πολιτικές, ελευθερία της απεργίας, αποποινικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης).
Το ν/σ δεν αναφέρεται στην αποκατάσταση των συνδικαλιστικών ελευθεριών και στην απρόσκοπτη εφαρμογή των ΔΣΕ 87/1948 και 98/1948 για τη συνδικαλιστική δράση και τη συλλογική αυτονομία αντίστοιχα τη στιγμή που αμφότερες παραβιάζονται βάναυσα σήμερα στη χώρα μας. Η κυβέρνηση, αντί να θεσμοθετήσει την άμεση αποκατάσταση της ελευθερίας των ΣΣΕ, επέλεξε το αλυσιτελές πενταετές «σχέδιο δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών».
Η σχετική διάταξη αναφέρει τα εξής: «1. Με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 16, καταρτίζεται Σχέδιο Δράσης μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους ή λαμβάνοντας υπόψη σχετική συμφωνία τους και προτάσεις τους. Το Σχέδιο Δράσης έχει διάρκεια από ένα (1) έως πέντε (5) έτη και ορίζει σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα για τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις, με πλήρη σεβασμό της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων. Τα μέτρα του Σχεδίου Δράσης αφορούν ιδίως: α) την ενθάρρυνση της αποτελεσματικότητας των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της ικανότητας των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζόμενων και των οργανώσεων των εργοδοτών να διεξάγουν συλλογικές διαπραγματεύσεις, β) τη δημιουργία βάσεων δεδομένων με στοιχεία, ιδίως για τους μισθούς, το κόστος παραγωγής, την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και την απασχόληση και γ) την πραγματοποίηση μελετών, ερευνών, ενημερωτικών και εκπαιδευτικών δράσεων για θέματα συλλογικών διαπραγματεύσεων.».
Μάλιστα η κυβέρνηση, στις επόμενες παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου επιχειρεί να καταστήσει συνένοχους στην περαιτέρω αναστολή λειτουργίας των ΣΣΕ τους ίδιους τους κοινωνικούς εταίρους!
4ον) Το ν/σ αλλοιώνει τα κριτήρια της Οδηγίας 2022/2041 ΕΕ για τονκαθορισμό τού κατώτατου μισθού και ημερομισθίου. Ουσιαστικά, με την αλλοίωση των κριτηρίων που θέτει, η κυβέρνηση στοχεύει σε μικρές αυξήσεις των μισθών ή στην αναστολή της αύξησής τους («πάγωμα»). Με τον «συντελεστή» και την «κατ’ εξαίρεση παρέκκλιση» από τα κριτήρια, θα «φρενάρει» την αύξηση των μισθών στο μέλλον
Η Οδηγία στο άρθρο 5 (παρ. 2) αναφέρει ότι ο καθορισμός τού νόμιμου κατώτατου μισθού πρέπει να διέπεται, κατά προτεραιότητα, τουλάχιστον από τα εξής τέσσερα κριτήρια:
α) την αγοραστική δύναμη των νόμιμων κατώτατων μισθών, λαμβανομένου υπόψη του κόστους διαβίωσης·
β) το γενικό επίπεδο των μισθών και την κατανομή τους,
γ) τον ρυθμό αύξησης των μισθών και
δ) τα εθνικά επίπεδα και τις εξελίξεις, μακροπρόθεσμα, στην παραγωγικότητα.
Αντιθέτως, η κυβέρνηση με το προωθούμενο ν/σ αλλοιώνει το γράμμα και το περιεχόμενο της Οδηγίας προωθώντας τον «συντελεστή καθορισμού τού κατώτατου μισθού» με αυθαίρετα κριτήρια (εκτός Οδηγίας). Χαρακτηριστικά στο άρθρο 6 παρ. 1 του ν/σ, με το οποίο αντικαθίσταται το άρθρο 134 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου, αναφέρεται ότι: «1. Ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός και το νομοθετημένο κατώτατο ημερομίσθιο αναπροσαρμόζονται, έπειτα από διαβούλευση που διεξάγεται σύμφωνα με το παρόν, κατ’ έτος, βάσει συντελεστή που προκύπτει από το άθροισμα α) του ετήσιου ποσοστού μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή μεταξύ της 1ης Ιουλίου του προηγούμενου έτους και της 30ης Ιουνίου του τρέχοντος έτους για το χαμηλότερο ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της εισοδηματικής κατανομής των νοικοκυριών και β) του ημίσεος του ετήσιου ποσοστού μεταβολής της αγοραστικής δύναμης του γενικού δείκτη μισθών κατά την ίδια χρονική περίοδο.».Συνεπώς είναι προφανής η διάθεση της κυβέρνησης να μην εφαρμόσει την Οδηγία 2022/2041 ως προς τα κριτήρια καθορισμού τού κατώτατου μισθού-ημερομισθίου.
Εξάλλου, η δυνατότητα της «κατ’ εξαίρεση παρέκκλισης» από τα παραπάνω δικά της αυθαίρετα κριτήρια, αλλά και από τα κριτήρια της Οδηγίας, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 6 του ν/σ, θα οδηγεί σε πολυετές «πάγωμα» τον κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο, όταν η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση ή σε μικρό ποσοστό ανάπτυξης. Η αδιανόητη αυτή αρχή της «κατ’ εξαίρεση παρέκκλισης» από τα κριτήρια καθορισμού τού κατώτατου μισθού και ημερομισθίου θα λειτουργεί ως μηχανισμός φτωχοποίησης των εργατοϋπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα.
Είναι προφανής επομένως η πρόθεση της κυβέρνησης να μην εφαρμόσει τις αρχές της Οδηγίας και να ελέγξει πλήρως το σύστημα καθορισμού των μισθών τού ιδιωτικού τομέα σύμφωνα πάντα με τα μνημονιακά πρότυπα!
Ο ασύλληπτης σκληρότητας για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα αυτός θεσμός προβλέπεται στο άρθρο 6 του ν/σ, όπου χαρακτηριστικά αναφέρονται τα εξής: «γ) Έργο της Επιστημονικής Επιτροπής είναι η διατύπωση πλήρως αιτιολογημένης και τεκμηριωμένης γνώμης, ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία με αναφορά και της θέσης της μειοψηφίας, σχετικά με: γα) το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, εφόσον η Επιστημονική Επιτροπή προτείνει την κατ’ εξαίρεση παρέκκλιση από την εφαρμογή του κανόνα της παρ. 1,σύμφωνα με την παρ. 6. Το ύψος αυτό καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, των τιμών, των εισοδημάτων και των μισθών, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας και της τάσης τους, καθώς και την αγοραστική δύναμη των νόμιμων κατώτατων μισθών και την επάρκειά τους, λαμβανομένου υπόψη του κόστους διαβίωσης, το γενικό επίπεδο των μισθών, την κατανομή και τον ρυθμό αύξησής τους».
5ον) Το ν/σ παραβιάζει το άρθρο 17 της Οδηγίας 2022/2041 ΕΕ για τον χρόνο έναρξης εφαρμογής της
Στην παρ. 1 του άρθρου 17 της Οδηγίας 2022/2041 ΕΕ αναφέρεται ότι η ενσωμάτωση και η εφαρμογή της πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί από τα κράτη-μέλη της ΕΕ το αργότερο μέχρι 15-11-2024. Η κυβέρνηση, αφού με διάφορους τρόπους αλλοιώνει τα κριτήρια τής Οδηγίας, μετά τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, μεταθέτει την έναρξη εφαρμογής της μετά το 2028!!
6ον) Το ν/σ δεν εφαρμόζει την Οδηγία για την τριετία 2025-2027 θεσπίζοντας κριτήρια που οδηγούν σε μικρές αυξήσεις ή σε «πάγωμα» του κατώτατου μισθού.
Η κυβέρνηση, παραβιάζοντας ευθέως τα κριτήρια και το χρονοδιάγραμμα που προβλέπει η Οδηγία 2022/2041 ΕΕ για όλα τα κράτη-μέλη, όπως προαναφέρθηκε, θεσπίζει δικά της αυθαίρετα κριτήρια, εκτός προδιαγραφών τής Οδηγίας, για τον καθορισμό τού κατώτατου μισθού και ημερομισθίου για την τριετία 2025-2027.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την παρ. 1α του άρθρου 15 του υπό ψήφιση ν/σ «1. α) Έπειτα από διαβούλευση, που διεξάγεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, καθορίζονται ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός και το νομοθετημένο κατώτατο ημερομίσθιο για τα έτη 2025, 2026 και 2027.».
Παρακάτω, στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου, η κυβέρνηση -στην προσπάθειά της να περιορίσει σε χαμηλά επίπεδα την αύξηση των μισθών- θεσπίζει κριτήρια καθορισμού τού κατώτατου μισθού-ημερομισθίου εκτός γράμματος και περιεχομένου της Οδηγίας.
7ον) Το ν/σ δεν θεσμοθετεί την εφαρμογή της ΑΤΑ και την τιμαριθμοποίηση των μισθών όπως προβλέπει, προτείνει και προτρέπει η Ευρωπαϊκή Οδηγία στα κράτη-μέλη
Η αναγκαιότητα της χρησιμοποίησης της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ) αναφέρεται στην παρ. 27 του Προοιμίου της Οδηγίας. Εκεί αναφέρεται ότι: «Τα κράτη μέλη που χρησιμοποιούν αυτόματο μηχανισμό τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, συμπεριλαμβανομένων ημιαυτόματων μηχανισμών στους οποίους διασφαλίζεται τουλάχιστον η ελάχιστη υποχρεωτική αύξηση του νόμιμου κατώτατου μισθού, θα πρέπει επίσης να διενεργούν διαδικασίες επικαιροποίησης των νόμιμων κατώτατων μισθών, τουλάχιστον ανά τετραετία. Αυτές οι τακτικές επικαιροποιήσεις θα πρέπει να συνίστανται σε αξιολόγηση του κατώτατου μισθού που θα λαμβάνει υπόψη τα κατευθυντήρια κριτήρια και θα ακολουθείται, εφόσον απαιτείται, από τροποποίηση του ποσού. Η συχνότητα των προσαρμογών στο πλαίσιο της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, αφενός, και οι επικαιροποιήσεις των νόμιμων κατώτατων μισθών, αφετέρου, ενδέχεται να διαφέρουν. Τα κράτη μέλη στα οποία δεν υπάρχουν αυτόματοι ή ημιαυτόματοι μηχανισμοί τιμαριθμικής αναπροσαρμογής θα πρέπει να επικαιροποιούν τον νόμιμο κατώτατο μισθό τους τουλάχιστον ανά διετία.».
Επίσης, στο άρθρο 5 (παρ. 3-5) της Οδηγίας 2022/2041 ΕΕ ορίζεται ότι: «3.(…), τα κράτη μέλη μπορούν επιπλέον να χρησιμοποιούν αυτόματο μηχανισμό τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των νόμιμων κατώτατων μισθών, με βάση οποιαδήποτε κατάλληλα κριτήρια και σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές, με την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δεν οδηγεί σε μείωση του νόμιμου κατώτατου μισθού. 4.Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν ενδεικτικές τιμές αναφοράς για την καθοδήγηση της εκτίμησής τους ως προς την επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών. Για τον σκοπό αυτό, μπορούν να χρησιμοποιούν ενδεικτικές τιμές αναφοράς που χρησιμοποιούνται συνήθως σε διεθνές επίπεδο, όπως το 60 % του ακαθάριστου διάμεσου μισθού και το 50 % του ακαθάριστου μέσου μισθού, και/ή ενδεικτικές τιμές αναφοράς που χρησιμοποιούνται σε εθνικό επίπεδο. 5.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η τακτική και έγκαιρη επικαιροποίηση των νόμιμων κατώτατων μισθών πραγματοποιείται τουλάχιστον ανά διετία ή, για τα κράτη μέλη που χρησιμοποιούν αυτόματο μηχανισμό τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3, τουλάχιστον ανά τετραετία.».
Με δεδομένο ότι οι αυξήσεις που χορηγήθηκαν στους μισθούς τα τελευταία χρόνια απορροφήθηκαν από τους φόρους και τον πληθωρισμό, είναι ανάγκη να θεσπιστεί η αυτόματη αναπροσαρμογή των μισθών, όπως και η αλλαγή των φορολογικών συντελεστών προκειμένου να προστατευθούν οι όποιες μελλοντικές αυξήσεις χορηγηθούν στο μέλλον.
8ον) Το ν/σ προβλέπει τη σύσταση Επιτροπής Διαβούλευσης από εκπροσώπους των κοινωνικών οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων που μόνο συμβουλευτικό και «διακοσμητικό» χαρακτήρα θα έχει
Σύμφωνα με το άρθρο 6 (παρ. 5) του υπό ψήφιση ν/σ «5. α) Συστήνεται Επιτροπή Διαβούλευσης για τον νομοθετημένο κατώτατο μισθό, με τριετή θητεία, η οποία λειτουργεί στον Ο.ΜΕ.Δ.. (…) γ) Έργο της Επιτροπής Διαβούλευσης είναι να διατυπώνει πλήρως αιτιολογημένη και τεκμηριωμένη γνώμη(…)».
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 7 (παρ. 1) «Οι κοινωνικοί εταίροι, οι οποίοι μετέχουν στη διαδικασία καθορισμού του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και του νομοθετημένου κατώτατου ημερομισθίου, (…)στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβούλευσης για τον καθορισμό τους, εκφράζουν τις απόψεις τους για τα εξής:…».
Επομένως, η συγκεκριμένη Επιτροπή δεν θα έχει κανέναν αποφασιστικό ρόλο παρά μόνο συμβουλευτικό προς την κυβέρνηση και τους Υπουργούς Εργασίας και Οικονομικών.
Οι κοινωνικοί εταίροι με τη συμμετοχή τους καλούνται να νομιμοποιήσουν την επαναθέσπιση-θωράκιση των μνημονιακών διατάξεων για τον νομοθετημένο κατώτατο μισθό μονομερώς από την κυβέρνηση, την ακύρωση της συλλογικής αυτονομίας, τη συρρίκνωση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και την ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης.
9ον) Το ν/σ προβλέπειτη σύσταση Επιστημονικής Επιτροπής από εμπειρογνώμονες υποδεικνυόμενους μόνο από την κυβέρνηση
Σύμφωνα με το άρθρο 6 (παρ. 4) του υπό ψήφιση ν/σ «4. α) Συστήνεται Επιστημονική Επιτροπή για τον νομοθετημένο κατώτατο μισθό, με τριετή θητεία, που αποτελείται από πέντε (5) εμπειρογνώμονες σε θέματα οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων και θεμάτων οικονομίας της εργασίας. Η Επιτροπή συγκροτείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και αποτελείται από:
αα) δύο (2) εμπειρογνώμονες, που υποδεικνύονται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, από τους οποίους ο ένας ορίζεται ως Πρόεδρος,
αβ) έναν (1) εμπειρογνώμονα, που υποδεικνύεται από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών,
αγ) έναν (1) εμπειρογνώμονα, που υποδεικνύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, που ορίζεται ως Αντιπρόεδρος και
αδ) έναν (1) εμπειρογνώμονα, που ορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή.».
Επομένως είναι προφανής η πρόθεση της κυβέρνησης ναελέγξει πλήρως το νέο αυστηρό πλαίσιο καθορισμού τούκατώτατου μισθού στο μέλλονεφαρμόζοντας τις μνημονιακέςδιατάξεις για τους μισθούς που δυστυχώς ισχύουν ακόμη σήμερα!
10ον) Το ν/σ δεν προβαίνει στην ανεξαρτησία της λειτουργίας τού ΟΜΕΔ ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει ταυτιστεί με την πλήρη εφαρμογή των μνημονιακών ρυθμίσεων που λεηλάτησαν τα εισοδήματα των μισθωτών τού ιδιωτικού τομέα.
Ο εκσυγχρονισμός της λειτουργίας τού ΟΜΕΔ και η ενίσχυση της ανεξαρτησίας του είναι άκρως επιβεβλημένοι. Ο ΟΜΕΔ, εδώ και πολλά χρόνια, έχει ταυτιστεί με τις μνημονιακές κυβερνήσεις και τις αυστηρές πολιτικές λεηλασίας των μισθών στην πατρίδα μας.
11ον) Το ν/σ χρησιμοποιεί την Οδηγία 2022/2041 ΕΕ για να επαναθεσπίσει τις μνημονιακές περιοριστικές πολιτικές και να ακυρώσει τις κατακτήσεις των εργαζομένων του ιδιωτικού αλλά και του δημοσίου τομέα ενώ η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2022/2041 προτείνει στα κράτη-μέλητο ακριβώς αντίθετο.
Συγκεκριμένα στην παρ. 38 του Προοιμίου της Οδηγίας 2022/2041 ΕΕ αναφέρονται τα εξής: «Η παρούσα οδηγία θεσπίζει διαδικαστικές υποχρεώσεις ως ελάχιστες προδιαγραφές, αφήνοντας έτσι άθικτο το προνόμιο των κρατών μελών να θεσπίζουν και να διατηρούν πιο ευνοϊκές διατάξεις.Τα δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί με βάση το υφιστάμενο εθνικό νομικό πλαίσιο θα πρέπει να εξακολουθήσουν να ισχύουν, εκτός αν εισάγονται ευνοϊκότερες διατάξεις με την παρούσα οδηγία. Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μείωση υφιστάμενων δικαιωμάτων των εργαζομένων, ούτε να αποτελέσει βάσιμο λόγο για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας που παρέχεται στους εργαζομένους στον τομέα που καλύπτει η παρούσα οδηγία, μεταξύ άλλων, ειδικότερα, όσον αφορά τη μείωση ή την κατάργηση των κατώτατων μισθών.».
Επομένως γίνεται φανερό πως η κυβέρνηση προσπαθεί να μην απεμπλακεί από τις μνημονιακές μισθολογικές πολιτικές.
O Αλέξης Π. Μητρόπουλος είναι Καθηγητής ΕΚΠΑ-Πρόεδρος ΕΝΥΠΕΚΚ