• Σκέψεις για το γεγονός ότι η Ελλάδα στην ελευθερία του Τύπου είναι στην τελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης κάτω και από Ουγγαρία(!) και Μάλτα(!)
Του Μιχάλη Κωτσάκου
Λίγα 24ωρα πριν από την γιορτή του Πάσχα ανακοινώθηκε ο παγκόσμιος δείκτης ελευθερίας του Τύπου σύμφωνα με το World Press Freedom Index για το 2024. Και παρά το γεγονός ότι η χώρα μας από την 107η θέση το 2023 ανέβηκε στην 88η, εν τούτοις παραμένει στην τελευταία θέση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πιο κάτω και από την Ουγγαρία και την Μάλτα.
Και είναι σημαντικό αυτό, διότι την Ουγγαρία κυβερνά το καθεστώς Όρμπαν, ενώ στην Μάλτα ο πρώην πρωθυπουργός Τζόζεφ Μουσκάτ, φοβούμενος ότι οι αποκαλύψεις της Ντάφνι Καρουάνα Γκαλιζία για την διαφθορά σε όλα τα επίπεδα θα έφτανε μέχρι τον ίδιο, έκανε τα στραβά μάτια όταν δολοφονήθηκε η δημοσιογράφος από τα αδέλφια Τζορτζ και Άλφρεντ Ντετζόρτζιο. Για την δημοσιογράφο υπήρχε συμβόλαιο θανάτου με εντολή από τον πάμπλουτο επιχειρηματία Γιόργκεν Φένεκ, ο οποίος ήταν φίλος του πρωθυπουργού της Μάλτας, του Μουσκάτ. Ο τελευταίος έκανε ότι περνούσε από τα χέρια του για να κουκουλώσει τη δολοφονία, αλλά δεν τα κατάφερε.
Όταν, λοιπόν, η χώρα μας είναι πιο κάτω από χώρες (Ουγγαρία- Μάλτα) όπου έχουν γίνει σημεία και τέρατα, τότε αναμφίβολα πρέπει να προβληματιστούμε όλοι μας. Διότι η ελευθερία του Τύπου είναι μέρος του Κράτους Δικαίου.
Σύμφωνα με την έκθεση των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα για την Ελλάδα αναφέρεται ότι «η ελευθερία του Τύπου στη χώρα βρίσκεται υπό συστημική κρίση από το 2021», επισημαίνοντας ότι το σκάνδαλο των υποκλοπών σε δημοσιογράφους από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) που δεν έχει ακόμη διαλευκανθεί, όπως και η δολοφονία του αστυνομικού ρεπόρτερ Γιώργου Καραϊβάζ το 2021. Σε γενικότερο επίπεδο, οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα τονίζουν ότι οι πολιτικές πιέσεις στα μέσα ενημέρωσης αυξάνονται σ’ όλο τον κόσμο, την ώρα που η μισή ανθρωπότητα ψήφισε ήδη ή ετοιμάζεται να ψηφίσει φέτος.
Η αλήθεια
Πάμε, λοιπόν, να δούμε εάν όντως οι δημοσιογράφοι δεν μπορούν να κάνουν την δουλειά τους αμερόληπτα στην Ελλάδα. Κατ’ αρχάς στη χώρα μας δεν ισχύει φανερά ότι σε άλλες χώρες. Δεν υπάρχει ο εκφοβισμός με απειλές, όπως γίνεται ακόμη και σε χώρες του δυτικού κόσμου, μέσω φουσκωτών.
Τουναντίον εδώ οι όποιες πιέσεις-ειδικά την τελευταία 10ετια- υφίστανται σε επίπεδο εκδοτών. Επί ΣΥΡΙΖΑ όσοι δεν συμφωνούσαν με την κυβέρνηση Τσίπρα δέχονταν μπούλινγκ, ενώ κάποιοι ξυπνητζήδες απειλούσαν με επέμβαση της δικαιοσύνης. Και φυσικά όσοι ασκούσαν κριτική κρέμονταν στα μανταλάκια ως εχθροί της αριστεράς. Ο δε Πολάκης, για να μην ξεχνάμε, είχε δημοσιεύσει φωτογραφίες δημοσιογράφων, τους οποίους θεωρούσε εχθρούς της κυβέρνησης και του κόμματος του.
Τώρα επί κυβέρνησης Μητσοτάκη οι όποιες πιέσεις είναι προς τους εκδότες. Από την μία υπήρχε η οικονομική ενίσχυση των ΜΜΕ επί κορωνοϊού με την περιβόητη λίστα Πέτσα. Εξ ου και ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε λόγο για «πετσοταϊσμένα ΜΜΕ» που κάνουν το άσπρο-μαύρο. Αυτό το έλεγε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης πριν από τις εθνικές εκλογές του 2023. Μετά το στραπάτσο των εκλογών ο ΣΥΡΙΖΑ σταμάτησε να κατηγορεί γενικά τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους, ασχολούμενος περισσότερο με τις δικές του αστοχίες κι εμμονές.
Διαφήμιση και σχολιαστές
Πως, λοιπόν, η κυβέρνηση πιέζει τα ΜΜΕ, με συνέπεια οι Δημοσιογράφοι χωρίς Σύνορα να την κατατάσσουν στην τελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Ένας τρόπος είναι τα διαφημιστικά προγράμματα των κρατικών υπηρεσιών. Αν ξαφνικά βρεθείς εκτός, τότε τα κονδύλια που χάνονται είναι ένα υπολογίσιμο μέγεθος. Και μάλιστα σε μία εποχή που τα ΜΜΕ περνούν κρίση. Οι κυκλοφορίες των εντύπων είναι μικρή, ενώ οι ακροαματικότητες των ραδιοφώνων και οι τηλεθέασεις είναι πεσμένες. Οπότε η κρατική διαφήμιση είναι απαραίτητη για την επιβίωση. Αυτό το επικοινωνεί ο εκδότης στους δημοσιογράφους. Οι τελευταίοι λαμβάνουν το μήνυμα και υπό την απειλή να μείνουν χωρίς δουλειά κάνουν εκπτώσεις στην κριτική τους.
Αυτό που είναι ενοχλητικό και δυστυχώς ακόμη και οι δημοσιογραφικές ενώσεις δεν έχουν κάνει απολύτως τίποτα, είναι το ότι έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια οι δημοσιογράφοι-σχολιαστές που λειτουργούν ως «πιστόλια». Που η δουλειά τους είναι όχι να ασκούν κριτική στις όποιες κυβερνητικές αποφάσεις. Αντίθετα δικαιολογούν όλες τις αστοχίες της κυβέρνησης κι επιτίθενται στους πολιτικούς αντιπάλους. Πολλές φορές (για να μην όλες) κάνουν το άσπρο-μαύρο. Και δυστυχώς οι συγκεκριμένοι σχολιαστές πληθαίνουν στα ΜΜΕ, με συνέπεια η χώρα να βρίσκεται στην τελευταία θέση της Ε.Ε. σε ό,τι αφορά την ελευθερία του Τύπου.
Διότι όπως αντιλαμβάνεται και ο κάθε αδαής είναι διαφορετικό πράγμα η ιδεολογική προσέγγιση ενός μέσου ενημέρωσης και διαφορετικό η απουσία κριτικής και η εξαφάνιση των δραστηριοτήτων κομμάτων της αντιπολίτευσης. Ή και οι ψεύτικες ειδήσεις για τα κόμματα της αντιπολίτευσης και φυσικά η ατάκα-προπαγάνδα «δεν έχουν πρόγραμμα». Αυτό είναι πρωτοφανές. Δεν γίνονταν ούτε την περίοδο της ακραίας πόλωσης, την εποχή των Ανδρέα Παπανδρέου –Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, όταν έπεφτε ξύλο στους δρόμους στις αφισοκολλήσεις.
Όταν, λοιπόν, τα ΜΜΕ που είναι ιδιοκτησίας ισχυρών οικονομικά παραγόντων κάνουν εκπτώσεις, τότε γίνεται αντιληπτό τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα μικρά ΜΜΕ, όπου οι εκδότες τους δίνουν μάχη επιβίωσης για τους ίδιους και τους εργαζόμενους.
Με το κόμμα των συνταξιούχων
Εδώ, στην «60+» όσοι δημοσιογράφοι συνεργάζονται δεν έχουν κάποια εντολή για αβάντα σε υπουργούς. Μπορούν να γράψουν ελεύθερα τη γνώμη τους, ακόμη και εάν αυτή δεν αρέσει στην κυβέρνηση. Αλλά όπως λέμε από την πρώτη ημέρα της έκδοσης αυτής της εφημερίδας (φτάσαμε ήδη στο 122ο φύλλο), είμαστε με το κόμμα των συνταξιούχων. Η εν λόγω κοινωνική ομάδα είναι αυτή που κράτησε τη χώρα όρθια κατά την διάρκεια των τριών μνημονίων και ψηφίζει όλα τα κόμματα.
Και βέβαια εκτός από τα δικά μου σημειώματα μπορείτε να διαβάσετε κριτική από όλους τους αρθογράφους. Είτε είναι θετική για κάποιες αποφάσεις, είτε επικριτική, όταν βλέπουν κάθε στραβό. Αυτό σημαίνει ελευθερία του Τύπου. Να μπορεί ένας αναγνώστης να διαβάζει πολλές απόψεις. Και να κατατοπίζεται. Είτε συμφωνεί, είτε διαφωνεί με μία γνώμη, ή με την οπτική γωνία με την οποία βλέπει τα πράγματα ο αρθρογράφος.
Αλλά τουλάχιστον ο αναγνώστης της «60+» ακόμη κι εάν διαφωνεί με ένα άρθρο γνωρίζει το εξής: ότι οι δημοσιογράφοι και οι αρθογράφοι της εφημερίδας δεν βρίσκονται σε εντεταλμένη υπηρεσία.