Τι ισχύει, πώς προστατεύεται-Να χορηγηθεί εκ νέου το Επίδομα Αδείας στους δημόσιους υπαλλήλους-συνταξιούχους
Των Αλέξη Π. Μητρόπουλου
Αγγελική Μητροπούλου
Η ετήσια άδεια αναψυχής είναι το σημαντικότερο εργατικό δικαίωμα, αφού ο εργαζόμενος δικαιούται μισθό αλλά και Επίδομα Αδείας για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να παρέχει εργασία.
Το δικαίωμα αυτό είναι ό,τι πιο σημαντικό υπάρχει και ισχύει, ευτυχώς ακόμη, στα πλαίσια των εργασιακών σχέσεων του ιδιωτικού τομέα στη χώρα μας. Με τον μνημονιακό νόμο 4093/2012, που ισχύει ακόμη και σήμερα(!), δεν χορηγείται επίδομα αδείας στους δημοσίους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους
Ι. Ιστορική εξέλιξη τού θεσμού
Ο θεσμός της ετήσιας άδειας με αποδοχές των μισθωτών τού ιδιωτικού τομέα στη χώρα μας καθιερώθηκε με τον αν. ν. 539/1945 «Περί χορηγήσεως κατ’ έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ’ αποδοχών» (ΦΕΚ Α 229/6-9-1945). Αργότερα ο ιδρυτικός αυτός νόμος τροποποιήθηκε με τους ν. 3144/2003 (άρθρο 6) και 3102/2004 (άρθρο 1) και συμπληρώθηκε με τους ν. 3996/2011 (άρθρο 24) και 4611/2019 (άρθρο 53). Τέλος το θεσμικό πλαίσιο τροποποιήθηκε ουσιαστικά με τον ν. 4808/2021 (άρθρο 51). Το ισχύον σήμερα καθεστώς στη χώρα μας για την ετήσια άδεια αναψυχής καθώς και για το Επίδομα Αδείας ρυθμίζεται στα άρθρα 210-216 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου (Π.Δ. 80/2022),στον οποίο έχουν ενσωματωθεί όλες οι διατάξεις του Ελληνικού Ατομικού Εργατικού Δικαίου, αλλά και των τριών Μνημονίων για τις ατομικές εργασιακές σχέσεις (βλ. ανάλυσή μας «Σε ισχύ ο Εργατικός Κώδικας των Μνημονίων» στο φύλλο 49/2022).
Από την πλευρά της και η διεθνής κοινότητα έγκαιρα ασχολήθηκε με το σημαντικό αυτό εργατικό δικαίωμα. Έτσι, με τη ΔΣΕ 52/1936 «Περί κανονικών κατ’ έτος αδειών μετ’ αποδοχών», που κυρώθηκε στη χώρα μας με τον ν. 2081/1952,ρυθμίστηκε το σπουδαίο αυτό θέμα. Με τη ΔΣΕ 132/1970 «Για τις ετήσιες άδειες με αποδοχές» συμπληρώθηκε η ΔΣΕ του 1936. Εξάλλου με τη ΔΣΕ 146/1976 με «Για τις ετήσιες άδειες με αποδοχές των ναυτικών» καθιερώθηκε η άδεια αναψυχής και στους ναυτικούς.
ΙΙ. Γενικές διατάξεις
Η υποχρέωση του εργοδότη να χορηγεί άδεια με αποδοχές στους μισθωτούς είναι υποχρεωτική εκ του νόμου και αυτοτελής. Η χορήγηση της ετήσιας άδειας αναψυχής στοχεύει στην ανανέωση και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης των εργαζομένων.
Το δικαίωμα της άδειας αναψυχής είναι σύνθετο. Περιλαμβάνει: α)τη χορήγηση ελεύθερου χρόνου συγκεκριμένων ημερών, β)την καταβολή του μισθού για το διάστημα αυτό, ωσάν να έχει παρασχεθεί εργασία κανονικά και γ)μισό επιπλέον μισθό (ή 13 ημερομίσθια) ως Επίδομα Αδείας.
Οι αποδοχές αδείας είναι αυτές που θα ελάμβανε ο εργαζόμενος αν παρείχε κανονικά την εργασία του (άρθρο 4 αν.ν. 539/1945) με όλες βεβαίως τις προσαυξήσεις και τα επιδόματα.
Επιπλέον ο μισθωτός λαμβάνει το Επίδομα Αδείας που καθιερώθηκε για πρώτη φορά με το άρθρο 3 του ν. 4504/1966. Το Επίδομα Αδείας ισούται με τις αποδοχές 15 ημερών για τους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό και τις αποδοχές 13 ημερών εργασίας για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο ή με ποσοστά ή κατά μονάδα εργασίας ή με άλλον τρόπο και υπολογίζεται όπως ακριβώς το ποσό των αποδοχών αδείας.
Αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας δικαιούνται και οι μερικώς απασχολούμενοι, οι οποίες υπολογίζονται με βάση τις αποδοχές που θα ελάμβαναν αν εργάζονταν κατά το διάστημα των ημερών αδείας (παρ. 4 άρθρου 38 ν. 1892/1990).
Οι αποδοχές των ημερών αδείας, όπως και το Επίδομα Αδείας, προκαταβάλλονται με την έναρξη της άδειας. Απαγορεύεται στον εργοδότη να συμφωνεί με τον μισθωτό την τμηματική καταβολή τους. Οι αποδοχές και το Επίδομα Αδείας δεν συμψηφίζονται με τις ανώτερες των νομίμων καταβαλλομένων αποδοχών ενώ κάθε συμφωνία με αυτό το περιεχόμενο είναι άκυρη.
Τέλος, οι αποδοχές και το Επίδομα Αδείας έχουν τη γενική προστασία των εργατικών αποδοχών αφού είναι ακατάσχετες και ανεκχώρητες και η σχετική αξίωση για την καταβολή τους υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 παρ.17 του Αστικού Κώδικα.
Σύμφωνα με την ισχύουσα Νομοθεσία, αν με ΣΣΕ ή άλλη διάταξη προβλέπονται ευνοϊκότεροι όροι για τις άδειες από αυτές της Εργατικής Νομοθεσίας, ισχύουν οι πρώτες. Επίσης η ετήσια άδεια αφορά όλους τους μισθωτούς, είτε απασχολούνται με σύμβαση αορίστου ή ορισμένου χρόνου, είτε έχουν έγκυρη ή άκυρη σύμβαση.
Οι μισθωτοί και οι εργοδότες πρέπει να γνωρίζουν ότι οι ημέρες που ο μισθωτός απέχει από την εργασία του λόγω ασθενείας, απεργίας, στράτευσης ή ανωτέρας βίας, θεωρούνται ως χρόνος πραγματικής εργασίας και δεν συμψηφίζονται με τις ημέρες εργασίας που δικαιούται να λάβει ο μισθωτός (άρθρο 2 παρ. 6 αν. ν. 539/1945).
Επίσης οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να γνωρίζουν ότι ο χρόνος απουσίας των μισθωτών από την εργασία τους λόγω γονικής άδειας ανατροφής τέκνων, ασθενείας εξαρτωμένων μελών, καθώς και ο χρόνος για την παρακολούθηση των μαθημάτων των τέκνων τους, λογίζεται επίσης ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για τη χορήγηση της ετήσιας άδειας, καθώς και του Επιδόματος Αδείας (άρθρο 13 ν. 1483/1984). Ούτε η άδεια μητρότητας των 17 εβδομάδων επιτρέπεται να συμψηφίζεται με τις ημέρες κανονικής άδειας. Τέλος το ίδιο συμβαίνει και για ολόκληρο τον χρόνο που ένας μισθωτός τελεί σε διαθεσιμότητα.
Οι αποδοχές της ετήσιας άδειας και του Επιδόματος Αδείας υπόκεινται σε κοινωνικο-ασφαλιστικές κρατήσεις.
ΙΙΙ. Τι ισχύει σήμερα
Ειδικότερα, σήμερα, σύμφωνα με όσα ορίζονται κυρίως στα άρθρα 210-216 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου (Π.Δ. 80/2022), ισχύουν τα παρακάτω:
Πεδίο εφαρμογής-Δικαίωμα άδειας με αποδοχές
Η άδεια αναψυχής εφαρμόζεται σε όσους απασχολούνται έναντι μισθού σε εργασίες ή επιχειρήσεις, εκτός από τις οικογενειακές επιχειρήσεις όπου οι εργαζόμενοι είναι μόνο τα μέλη της οικογένειας του εργοδότη.
Κάθε εργαζόμενος, από την έναρξη της εργασίας και μέχρι να συμπληρώσει δώδεκα (12) μήνες συνεχούς απασχόλησης στην ίδια επιχείρηση («βασικός χρόνος»), δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές (κατ’ αναλογία με τον χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει). Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια 22 εργάσιμων ημερών για εξαήμερη εργασία και 20 εργάσιμων ημερών για πενθήμερη εργασία. Στις ημέρες αυτές δεν υπολογίζεται η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία ο εργαζόμενος δεν απασχολείται λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας.
Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους πρόσληψης του εργαζομένου να χορηγήσει σε αυτόν την παραπάνω αναλογία της κανονικής άδειας. Από το δεύτερο ημερολογιακό έτος και για κάθε επόμενο, ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου. Η άδεια όμως δεν μπορεί να ξεπερνά τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες για εξαήμερη εργασία ή τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες για πενθήμερη εργασία. Ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει την κανονική του άδεια με αποδοχές από την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους.
Σε περίπτωση διαλείπουσας εργασίας ή εκ περιτροπής εργασίας, ο εργαζόμενος δικαιούται, μετά τη συμπλήρωση 12μηνης σχέσης εργασίας στην επιχείρηση, κάθε ημερολογιακό έτος, άδεια με αποδοχές ίση με το 1/12 της άδειας για κάθε μήνα απασχόλησης από την πρόσληψή του, αν ή άδεια χορηγείται για πρώτη φορά, ή από τη λήψη της άδειας του προηγούμενου έτους, μέχρι την ημέρα έναρξης της άδειας.
Σημειώνουμε ότι ως μήνας λογίζονται 25 ημέρες απασχόλησης. Τα διαστήματα που ο εργαζόμενος απείχε ή απέχει από την απασχόλησή του λόγω ασθένειας βραχείας σχετικά διάρκειας, στράτευσης, απεργίας, ανταπεργίας ή ανωτέρας βίας, δεν θεωρούνται ως χρόνος μη απασχόλησης, ούτε συμψηφίζονται με τις ημέρες άδειας που αυτός δικαιούται. Στην ετήσια άδεια με αποδοχές δεν περιλαμβάνονται: α) Οι επίσημες ή κατ’ έθιμο εορτάσιμες ημέρες (αργίες) και β) Οι διακοπές εργασίας που οφείλονται σε ασθένεια.
2. Οι αποδοχές αδείας
Κατά τη διάρκεια της άδειας ο εργαζόμενος δικαιούται τις αποδοχές που θα ελάμβανε αν εργαζόταν κατά τον αντίστοιχο χρόνο. Για τον εργαζόμενο που αμείβεται κατ’ αποκοπή ή με άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, οι αποδοχές είναι το γινόμενο του μέσου όρου των ημερήσιων αποδοχών του (από τη λήξη της άδειας του προηγουμένου έτους, ή, εάν πρόκειται για άδεια που χορηγείται για πρώτη φορά, από την πρόσληψη, μέχρι την έναρξη της άδειας) επί τον αριθμό των εργασίμων ημερών που περιλαμβάνονται στην άδεια που του χορηγήθηκε.
Στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κ.λπ.).
Οι αποδοχές αδείας προκαταβάλλονται μαζί με το Επίδομα Αδείας στον εργαζόμενο κατά την έναρξη της άδειας (άρθρο 3 παρ. 8 αν. ν. 539/1945 και άρθρο 3 ν. 4504/1966).
Το επίδομα αδείας
Το Επίδομα Αδείας δικαιούνται κάθε έτος όλοι οι εργαζόμενοι που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε οποιονδήποτε εργοδότη. Ισούται με το σύνολο των αποδοχών των ημερών άδειας ανάπαυσης με αποδοχές, όπως αναφέρθηκαν παραπάνω.
Το Επίδομα Αδείας δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές 15 εργάσιμων ημερών για τους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό και τις αποδοχές 13 εργάσιμων ημερών για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο ή κατά μονάδα εργασίας ή με ποσοστά ή με άλλο τρόπο. Καταβάλλεται μαζί με τις αποδοχές της άδειας ανάπαυσης του εργαζομένου.
Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, ο εργαζόμενος δικαιούται μέρος του Επιδόματος Αδείας, ανάλογα με τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης που μεσολάβησε από την πρόσληψη ή τη λήψη του προηγούμενου επιδόματος, μέχρι την ημέρα λύσης της σύμβασης εργασίας.
Πότε χορηγείται η ετήσια άδεια
Η χρονική περίοδος χορήγησης της άδειας αναψυχής κανονίζεται μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου.
Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια που ζητήθηκε το πολύ εντός διμήνου. Οπωσδήποτε όμως, οι μισές μέρες από τις δικαιούμενες κατ’ έτος πρέπει να χορηγούνται από 1η Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου, ενώ η άδεια που δεν έχει εξαντληθεί μέσα στο ημερολογιακό έτος, πρέπει να εξαντλείται μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου. O εργοδότης υποχρεούται να αναγγείλει ηλεκτρονικά στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων «ΕΡΓΑΝΗ».
Κατάτμηση της άδειας αναψυχής
Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η κατάτμηση του χρόνου αδείας μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτους σε δύο περιόδους, εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης. Σε κάθε περίπτωση, η πρώτη περίοδος της αδείας δεν μπορεί να περιλαμβάνει λιγότερες από έξι (6) εργάσιμες ημέρες για εξαήμερη απασχόληση και από πέντε (5)εργάσιμες ημέρες για πενθήμερη εργασία.
Η κατάτμηση του χρόνου αδείας επιτρέπεται και σε περισσότερες από δύο περιόδους, από τις οποίες η μία πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον δώδεκα (12)εργάσιμες ημέρες για εξαήμερη εργασία και δέκα (10) εργάσιμες ημέρες για πενθήμερη. Ειδικά, σε επιχειρήσεις που παρουσιάζουν ιδιαίτερο φόρτο εργασίας λόγω είδους ή αντικειμένου εργασιών σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο του έτους, ο εργοδότης δύναται να χορηγεί τμηματικά την άδεια οποτεδήποτε εντός του ημερολογιακού έτους.
Προστασία του δικαιώματος της ετήσιας άδειας-Απαγόρευση απόλυσης κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειας
Συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, που αφορά την εγκατάλειψη του δικαιώματος της άδειας του εργαζομένου ή την παραίτησή του από το δικαίωμα αυτό, ακόμη και αν προβλέπει την καταβολή σε εκείνον επαυξημένης αποζημίωσης, δεν νοείται. Τέτοια συμφωνία, βάσει του ιδρυτικού νόμου (άρθρο 5 παρ. 1 αν. ν. 539/1945), δεν είναι μόνο άκυρη αλλά και ανύπαρκτη επειδή οι διατάξεις για την ετήσια άδεια αναψυχής συνιστούν κανόνα δημόσιας τάξης κατά το άρθρο 3 ΑΚ, δηλαδή είναι κανόνας υποχρεωτικού και αναγκαστικού δικαίου (juscogens).
Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας πριν συμπληρωθούν 12 μήνες συνεχούς εργασίας στον ίδιο εργοδότη, ο εργαζόμενος δικαιούται: α) δυο (2) ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης ανεξάρτητα από τυχόν οφειλομένη σε αυτούς αποζημίωση για άλλο λόγο. Ως μήνας θεωρούνται είκοσι πέντε (25) εργάσιμες ημέρες και β) Επίδομα Αδείας ίσο με τις αποδοχές της άδειας που δεν μπορεί όμως να υπερβεί το ποσό του μισού μηναίου μισθού ή των 13 ημερομισθίων, ανάλογα με τον τρόπο αμοιβής.
Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας πριν ο εργαζόμενος λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, δικαιούται τις αποδοχές που θα λάμβανε αν αυτή τού είχε χορηγηθεί.
Σημαντική είναι η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 216 του Π.Δ. 80/2022, που απαγορεύει στον εργοδότη να απολύσει τον εργαζόμενο ενόσω διαρκεί η άδεια αναψυχής που του χορηγήθηκε (άρθρο 5 παρ.6 αν.ν. 539/1945). Μπορεί όμως, όπως έχει δεχθεί παγίως η Νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων, να καταγγελθεί η σχέση εργασίας στην περίπτωση της αναρρωτικής άδειας του μισθωτού ή της άδειας ασθενείας.
Η αξίωση για τη διεκδίκηση των αποδοχών αδείας καθώς και του επιδόματος Αδείας υπόκεινται, όπως προαναφέραμε, σε πενταετή παραγραφή βάσει του άρθρου 250 παρ. 17 ΑΚ.
Επίσης, σε περίπτωση μη καταβολής του Επιδόματος Αδείας, επιβάλλονται και ποινικές κυρώσεις του αν.ν. 539/1945 (άρθρο 5 παρ. 7).
IV. Οι ημέρες αδείας και το επίδομα αδείας σε πίνακες
Οι δικαιούμενες ημέρες κανονικής άδειας, καθώς και το ύψος του Επιδόματος Αδείας για εργαζόμενους που παρέχουν εξαήμερη και πενθήμερη εργασία, δίνονται συνοπτικά στους παρακάτω πίνακες:
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
Ημέρες άδειας υπαλλήλων και εργατών
από 1-10 έτη υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη
και από 1-12 έτη συνολικής προϋπηρεσίας σε διάφορους εργοδότες
Ημέρες άδειας
Συμπληρωμένα έτη στον ίδιο εργοδότη Για εξαήμερη εργασία Για πενθήμερη εργασία Αποδοχές Αδείας Επίδομα Αδείας
1 έτος 24 ημέρες 20 ημέρες 24 ημερομίσθια ή 24/25 του μισθού 13 ημερομίσθια ή μισός μισθός
2 έτη 25 ημέρες 21 ημέρες 25 ημερομίσθια ή ένας μισθός 13 ημερομίσθια ή μισός μισθός
3 έτη 26 ημέρες 22 ημέρες 26 ημερομίσθια ή ένας μισθός 13 ημερομίσθια ή μισός μισθός
ΠΙΝΑΚΑΣ 2
Ημέρες άδειας υπαλλήλων και εργατών
με συνολική υπηρεσία ή προϋπηρεσία
πάνω από 10 έτη στον ίδιο εργοδότη
ή πάνω από 12 έτη σε διάφορους εργοδότες
Ημέρες άδειας
Για εξαήμερη εργασία Για πενθήμερη εργασία Αποδοχές άδειας Επίδομα Αδείας
30 ημέρες 25 ημέρες Για τους εργάτες:τόσα ημερομίσθια, όσες οι ημέρες άδειας
Για τους υπαλλήλους: ένας μηνιαίος μισθός και επί πλέον τόσα εικοστά πέμπτα του μισθού, όσες οι εργάσιμες ημέρες της άδειας πέραν του μήνα 13 ημερομίσθια
ή μισός μισθός
V. Επαναχορήγηση του επιδόματος αδείας σε δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους
Με τον μνημονιακό νόμο 4093/2012 καταργήθηκε το Επίδομα Αδείας τόσο για τους δημοσίους υπαλλήλους όσο και για τους συνταξιούχους. Την κατάργησή του νομιμοποίησε δυστυχώς και το ΣτΕ με αποφάσεις της Ολομελείας του (1037/2019 για τους δημοσίους υπαλλήλους και 1439/2020 για τους συνταξιούχους). Ήδη από το 2010 με το α’ Μνημόνιο (ν. 3845/2010) το Επίδομα Αδείας για μισθωτούς του Δημοσίου και συνταξιούχους είχε περιοριστεί αρχικά στο ποσό των 200 ευρώ.
Τώρα που-όπως διακηρύσσουν τα στελέχη των μνημονιακών κομμάτων- έχουμε εξέλθει από τα Μνημόνια, είναι ώρα η νέα κυβέρνηση να αποφασίσει την επαναχορήγηση του Επιδόματος Αδείας σε όλους τους συνταξιούχους και σε όλους τους δημοσίους υπαλλήλους άμεσα και μάλιστα αναδρομικά.
Η Αγγελική Α. Μητροπούλου είναι Διδάκτωρ-Νομικός
Ο Αλέξης Π. Μητρόπουλος είναι Καθηγητής-Πρόεδρος ΕΝΥΠΕΚΚ