Υπήρχε μια στιγμή, χθες βράδυ στο Καπνεργοστάσιο, που κατάλαβες ότι αυτό δεν ήταν «απλώς» μια γιορτή εφημερίδας.
Ήταν κάτι πολύ πιο βαθύ: μια τελετή επανασύνδεσης της Πολιτικής με το αρχικό της νόημα.
Η παλιά βιομηχανική αίθουσα στη Λένορμαν ήταν γεμάτη· παλιοί καπνοί, νέα άγχη, πολλές ισχυρές υπογραφές και ακόμη ισχυρότερες σιωπές. Πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Πρόεδρος της Βουλής, πρώην πρωθυπουργοί, υπουργοί, επιχειρηματίες, άνθρωποι των ΜΜΕ, του πολιτισμού, του παρασκηνίου. Στο κέντρο όμως, πάνω από τα κοστούμια και τα φλας, υπήρχε ένας άνθρωπος που –το καταλάβαινες σχεδόν σωματικά– δεν ήρθε απλώς να «κόψει τούρτα»:
ο Ιωάννης Φιλιππάκης.
Από την κουζίνα της Νεάπολης στην αίθουσα του Καπνεργοστασίου
Στην ομιλία του δεν ξεκίνησε με νούμερα κυκλοφορίας, ούτε με διαφημιστικά έσοδα, ούτε με «success story». Ξεκίνησε από την κουζίνα ενός διαμερίσματος στη Νεάπολη Εξαρχείων. Από ένα μεσημέρι γύρω στις 14:30, όταν ο πατέρας γύριζε σπίτι με ζεστά καρβέλια ψωμί στο ένα χέρι και εφημερίδα στο άλλο – Βραδυνή ή Μεσημβρινή, ανάλογα την ημέρα.
Δύο αγόρια να ορμούν πάνω στην εφημερίδα, πριν ακόμη το φαγητό. Πάντα από το τέλος – από τα αθλητικά. Πάντα με τη μάνα να τους «μαζεύει» για να ξαναπλύνουν τα χέρια. Μια μικρή ελληνική σκηνή που θα μπορούσε να έχει παιχτεί σε εκατοντάδες σπίτια, αλλά εδώ γίνεται το «origin story» ενός εκδότη:
η εφημερίδα όχι ως προϊόν, αλλά ως ιεροτελεστία.
Εκείνη η παιδική σκηνή ήταν το πρώτο πολιτικό εργαστήριο.
Όχι της κομματικής πολιτικής, αλλά της άλλης: της πολιτικής που έχει μυρωδιά φαγητού, ιδρώτα εργαζόμενου πατέρα, φωνή μητέρας, θόρυβο ασανσέρ και τρίξιμο κλειδιών. Της πολιτικής που μπαίνει στο σπίτι μαζί με το ψωμί.
Χθες στο Καπνεργοστάσιο, ο Φιλιππάκης δεν μας είπε απλώς «ευχαριστώ που είστε εδώ».
Μας θύμισε ότι για κάποιους ανθρώπους ο Τύπος δεν είναι επάγγελμα. Είναι τρόπος να υπάρξεις στον δημόσιο χώρο χωρίς να προσκυνήσεις κανέναν.
«Η δημοκρατία δεν είναι άλλη μια εφημερίδα»
Στη φράση του «η “δημοκρατία” δεν είναι άλλη μια εφημερίδα» δεν υπήρχε ίχνος marketing. Υπήρχε ιδιοκτησία ζωής.
Ο εκδότης της μίλησε για:
- εφημερίδα που γεννήθηκε σε μια στιγμή οργής και αναζήτησης στον χώρο της κεντροδεξιάς,
- για έναν λαό «νοικοκύρηδων» που ένιωσε πολιτικά προδομένος και θεσμικά υποτιμημένος,
- για την ανάγκη φωνής σε έναν χώρο που είχε αποκεφαλιστεί – όχι τυχαία – μετά από μια σειρά «δολοφονικών» επιθέσεων στους παλιούς μεγάλους εκδότες.
Είπε –με τον τρόπο του– ότι η «δημοκρατία» ήταν η πρώτη μεγάλη απόπειρα να σπάσει η σιωπή αυτού του χώρου, σε μια εποχή μνημονιακής ταπείνωσης και γεωπολιτικής αβεβαιότητας.
Κι έπειτα ήρθε η φράση-μαχαίρι:
«Η εφημερίδα “ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ” δεν βρέθηκε ποτέ σε κρίση».
Σε μια χώρα όπου τα media διασώζονται με θαλασσοδάνεια, κρατικές διαφημίσεις και εργολαβικά πακέτα, το να επιμένεις ότι ζεις «από τις δικές σου δυνάμεις και από τους αναγνώστες σου» δεν είναι απλώς υπερηφάνεια. Είναι δήλωση πολέμου σε ένα ολόκληρο σύστημα.
Δεν ήταν event. Ήταν πολιτική σκηνοθεσία
Τυπικά, η βραδιά ήταν «επέτειος 15 χρόνων κυκλοφορίας».
Πραγματικά όμως, ήταν μια επιμελημένη πολιτική σκηνοθεσία.
Στην αίθουσα:
- Προκόπης Παυλόπουλος
- Κώστας Καραμανλής
- Αντώνης Σαμαράς
- Ευάγγελος Βενιζέλος
- Νίκος Δένδιας
- Άρης Σπηλιωτόπουλος
- Κώστας Λαλιώτης
- ιστορικά στελέχη της κεντροδεξιάς, της κεντροαριστεράς, του πατριωτικού χώρου, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι, άνθρωποι της τέχνης.
Ξεχωριστές μη αναμενόμενες παρουσίες που ξεχώρισαν ήταν των εξαδέλφων Κουρή, του Ευάγγελου Μυτιλιναίου και Δημήτρη Μελισανίδη αλλά και του «εθνικού μας» διαφημιστή Μάκη Σεριάτο και του «νονού του» Νίκου Καραχάλιου!

o Μάκης Σεριάτος με το επετειακό τεύχος της Δημοκρατίας 'ανα χείρας"
Και κεντρικό θέμα: «Κρίση της Δημοκρατίας σήμερα» – όχι σε πανεπιστημιακό αμφιθέατρο, αλλά σε μια αίθουσα που στέγαζε στην κυριολεξία εργάτες καπνού.
Αυτό από μόνο του είναι statement:
Η φιλελεύθερη δημοκρατία, όπως τη μάθαμε, δεν θα συζητηθεί στα executive lounges,
αλλά εκεί όπου η Ιστορία δουλεύει υπερωρίες: σε παλιά εργοστάσια, σε αίθουσες που θυμίζουν ότι η πολιτική πατάει πάνω σε συγκεκριμένο έδαφος και σε συγκεκριμένους ανθρώπους.
Ο Καραμανλής μίλησε για κοινωνία που δεν πιστεύει πια ότι οι θεσμοί λειτουργούν.
Ο Βενιζέλος για αδιαφάνεια και συγκάλυψη.
Ο Σαμαράς πέταξε τη φράση για τους αγρότες «που δεν κερδίζουν κάθε τόσο το Τζόκερ», καρφώνοντας ευθέως την κυβέρνηση για τον τρόπο που αντιμετωπίζει τα μπλόκα.
Και κάπου ανάμεσα στις ομιλίες τους, στην κορυφή του σκηνικού, στεκόταν η επιλογή ενός εκδότη:
να γίνει ο χώρος του μια πλατφόρμα όπου οι πρώην πρωθυπουργοί μπορούν να πουν αυτά που δεν χωράνε πια σε κομματικά συνέδρια.
Η εμμονή στο χαρτί ως πολιτική πράξη
Σε μια συγκυρία όπου τα περισσότερα media έχουν παραδοθεί στο κυνήγι του click, ο Φιλιππάκης είπε κάτι που πολλοί σκέφτονται αλλά λίγοι τολμούν να πουν δημόσια:
- ότι το διαδίκτυο, ως επιχειρηματικό μοντέλο ενημέρωσης, έχει αποτύχει –
- ότι γεννά περιεχόμενο γρήγορο, πρόχειρο, συχνά χωρίς λογοδοσία –
- ότι ο μόνος πραγματικός χρηματοδότης που μπορεί να κατοχυρώσει ελευθερία είναι ο αναγνώστης που πληρώνει κάθε πρωί από την τσέπη του.
Επέμεινε στο χαρτί. Όχι από νοσταλγία, αλλά ως επιλογή δημοκρατικής υγιεινής.
Το χαρτί έχει ημερομηνία. Έχει εξώφυλλο. Έχει υπεύθυνο. Δεν κατεβαίνει με ένα edit, δεν «ξηλώνεται» με ένα DMCA, δεν εξαφανίζεται με ένα αλγοριθμικό downgrade.
Στον κόσμο των αόρατων αλγορίθμων, το χαρτί είναι σχεδόν πράξη ανυπακοής.
Κι όταν ένας εκδότης λέει:
«Οι καλές εφημερίδες δεν ανήκουν στο παρελθόν.
Προδιαγράφουν το μέλλον.»
δεν κάνει απλώς ένα ρομαντικό σχόλιο. Σου λέει:
«Αν χάσουμε τον χώρο όπου η πληροφορία υπογράφεται, ελέγχεται και χτίζεται μέρα τη μέρα, τότε η “κρίση της δημοκρατίας” δεν είναι πια θέμα συνεδρίου — είναι θέμα επιβίωσης».
Ο Φιλιππάκης ως πολιτικός χαρακτήρας, όχι μόνο εκδότης
Ο Ιωάννης Φιλιππάκης δεν εμφανίζεται στα πάνελ ως σταρ. Δεν χτίζει δημόσιο προφίλ influencer. Είναι από εκείνους τους ανθρώπους που –συμφωνείς ή διαφωνείς μαζί του– κουβαλούν πάνω τους ένα συγκεκριμένο αξιακό σύστημα:
- Πατρίδα,
- Ορθοδοξία,
- μικρομεσαία Ελλάδα,
- εχθρότητα απέναντι σε υπερεθνικές «νέες τάξεις πραγμάτων»,
- επιφυλακτικότητα έως εχθρότητα απέναντι στην διαπλοκή media–πολιτικής–χρήματος.
Η «δημοκρατία» μπορεί να μην είναι το σπίτι όλων.
Αλλά είναι σαφές ότι για όσους την αισθάνονται δική τους, λειτουργεί ως καταφύγιο ενός συγκεκριμένου κόσμου που νιώθει ότι η mainstream Δεξιά έχει μετατραπεί σε τεχνοκρατική βιτρίνα χωρίς ψυχή.
Χθες βράδυ, ο Φιλιππάκης προστάτευσε αυτό το σύμπαν, δίνοντάς του όμως μια μεγαλύτερη διάσταση:
έφερε στο ίδιο κάδρο ανθρώπους από διαφορετικές πολιτικές διαδρομές – Καραμανλή, Βενιζέλο, Σαμαρά, Παυλόπουλο – γύρω από μια λέξη: κρίση.
Όχι κρίση μόνο οικονομική.
Κρίση εμπιστοσύνης, κρίση θεσμών, κρίση αλήθειας.
Όταν μια εφημερίδα γίνεται χώρος αντίστασης
Μετά την πανδημία, τα μνημόνια, τα Τέμπη, τα σκάνδαλα των παρακολουθήσεων, το ΟΠΕΚΕΠΕ, τις εκρήξεις οργής των αγροτών, η λέξη «κρίση δημοκρατίας» έχει γίνει σχεδόν κλισέ.
Το χθεσινό όμως βράδυ στο Καπνεργοστάσιο είχε κάτι σπάνιο:
δεν το έλεγαν ακαδημαϊκοί σε ένα συνέδριο. Το έλεγαν άνθρωποι που κυβέρνησαν την χώρα και ένας εκδότης που έχει φάει στο δέρμα του τις πιέσεις που φέρνει η επιλογή «κόντρα στο ρεύμα».
Όταν ο ίδιος σημειώνει ότι η «δημοκρατία» δέχτηκε:
- επιθέσεις,
- αποκλεισμούς,
- οικονομικές πιέσεις σε περίοδο συνταγματικής ομαλότητας.
το υπονοούμενο είναι καθαρό:
η κρίση της δημοκρατίας στην Ελλάδα δεν είναι θεωρητική συζήτηση. Είναι βιωμένη εμπειρία στον χώρο του Τύπου.
Μπορείς να συμφωνείς ή να διαφωνείς με τη γραμμή της εφημερίδας.
Δύσκολα όμως μπορείς να αγνοήσεις το γεγονός ότι επί 15 χρόνια λειτουργεί ως ένας από τους λίγους χώρους οργανωμένης, συνεκτικής, «μη ευθυγραμμισμένης με το Μαξίμου» κριτικής σε όλο το πολιτικό φάσμα.
Η πολιτική όπως θα έπρεπε να είναι
Τι γιόρτασε, λοιπόν, ο Ιωάννης Φιλιππάκης χθες;
- Δεν γιόρτασε απλώς έναν τίτλο.
- Δεν γιόρτασε ένα εταιρικό milestone.
- Δεν γιόρτασε clicks, impressions ή reach.
Γιόρτασε την ιδέα ότι η πολιτική:
- Πρέπει να ξαναβρεί το θάρρος της σύγκρουσης ιδεών – όχι των διαρροών.
- Πρέπει να παραμένει συνδεδεμένη με συγκεκριμένους ανθρώπους και χώρους, όχι να διαλύεται σε ψηφιακά σύννεφα.
- Πρέπει να ακούει τον αγρότη στα μπλόκα, τον κτηνοτρόφο που βλέπει τα ζώα του να θανατώνονται, τον μικρομεσαίο που πνίγεται από την ακρίβεια, τον οικογενειάρχη που δεν πιστεύει πια ότι η Δικαιοσύνη λειτουργεί.
Και –κυρίως– γιόρτασε ότι υπάρχει ακόμη χώρος όπου αυτά μπορούν να ειπωθούν χωρίς προσαρμογή στην «γραμμή» χορηγών και κυβερνήσεων.
Το προσωπικό καταληκτικό σχόλιο
Σε μια Ελλάδα όπου οι περισσότερες εκδηλώσεις media είναι δημόσιες σχέσεις, το βράδυ της «δημοκρατίας» στο Καπνεργοστάσιο έμοιαζε με κάτι σπάνιο:
μια στιγμή όπου η μνήμη, η αυτοκριτική, η οργή και η αγωνία για το αύριο βρέθηκαν στο ίδιο πλάνο.
Ο Ιωάννης Φιλιππάκης, με τη δική του κοσμοθεωρία, τις δικές του ιδεολογικές εμμονές και τις δικές του αντιφάσεις, έκανε κάτι που η πολιτική, ως τέχνη του κοινού βίου, έχει απελπιστικά ανάγκη:
- Έδωσε σκηνή σε όσους διαφωνούν μεταξύ τους
- και τους υποχρέωσε να συζητήσουν τη λέξη που όλοι φοβούνται να προφέρουν χωρίς μισόλογα:
Δημοκρατία – όχι ως branding, αλλά ως σύστημα που τρίζει.
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, χθες δεν γιόρτασαν απλώς μια εφημερίδα.
Γιορτάστηκε μια υπενθύμιση ότι η Πολιτική, όταν δεν είναι διαχείριση εικόνας αλλά αγώνας για το τι χώρα θα αφήσουμε πίσω μας, θα μοιάζει πάντα λίγο με εκείνο το παλιό ασανσέρ στη Νεάπολη:
Τρίζει. Κάνει θόρυβο. Αργεί. Φτάνει όμως κάπου.
Και κάθε φορά που ανοίγει η πόρτα, μπαίνει μέσα ο άνθρωπος με το ψωμί και την εφημερίδα.
Όσο υπάρχει αυτός ο άνθρωπος –
και όσο υπάρχουν εκδότες που επιμένουν να απευθύνονται σε αυτόν,
η «δημοκρατία» δεν θα είναι άλλη μια εφημερίδα.
Θα είναι μια υπενθύμιση για το πώς θα έπρεπε να είναι η Πολιτική.


