Από μικρός αγαπούσα το ζύμωμα. Όταν βγήκα στη σύνταξη, είχα όλο τον χρόνο του κόσμου. Άρχισα να ψήνω ψωμιά, πίτες, κουλουράκια. Όχι για να τα πουλήσω – για να θυμηθώ. Η κουζίνα γέμιζε αλεύρι και αναμνήσεις. Οι μυρωδιές θύμιζαν μαμά, παιδικά καλοκαίρια, Κυριακές με κανέλα.
Σιγά-σιγά, άρχισα να τα δίνω σε φίλους, γείτονες, μετά να φτιάχνω για πανηγύρια, εκκλησίες. Κάποια στιγμή, έβαλα μια ταμπελίτσα έξω από το σπίτι: “Ψήνω κάθε Τετάρτη, ελάτε να πάρετε”. Δεν πληρώνει κανείς. Μόνο μου φέρνουν κάτι πίσω – μια ιστορία, ένα πορτοκάλι, ένα φιλί.
Δεν είναι επιχείρηση. Είναι αγάπη που έγινε πράξη. Και αυτός ο μικρός “φούρνος” με έμαθε πως ακόμα και στα 70, μπορείς να ξεκινήσεις κάτι δικό σου, αρκεί να το κάνεις με την καρδιά.
