Του Μιχάλη Κωτσάκου
Την περασμένη Δευτέρα συμπληρώθηκαν 58 χρόνια από την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος από την χούντα των συνταγματαρχών και όπως ήταν λογικό οι πολιτικοί και τα κόμματα εξέδωσαν ανακοινώσεις για την θλιβερή επέτειο, η οποία μόνο δυσάρεστες μνήμες προκαλεί. Ειδικά για όλους όσοι έζησαν τις ημέρες εκείνες.
Για κάποιους από εσάς οι εμπειρίες ήταν εξαιρετικά δυσάρεστες. Για κάποιους άλλους χρόνο με το χρόνο μετατράπηκαν σε ανέκδοτο σε παρέες, ως πάθημα. Όμως και στις δύο περιπτώσεις υπήρχε κάτι κοινό: Ο φόβος. Διότι το θεώρημα ότι επί χούντας η οικονομία ανθούσε, ή ότι η κοινωνία ζούσε καλύτερα είναι ένα μυθικό ψέμα. Όσοι επί επτάχρονης δικτατορίας ήταν φιλικά προσκείμενοι προς το καθεστώς (η μειοψηφία), όντως έζησαν ζωή χαρισάμενη. Οι υπόλοιποι απλά ζούσαν αναζητώντας μία ευκαιρία. Οι δε αντίπαλοι έκαναν τουρισμό στα ξερονήσια, αφού πρώτα είχαν περάσει από τα χέρια του Θεοφιλογιαννάκου και των άλλων βασανιστών από την ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Η δική μου εμπειρία είναι σε δύο επίπεδα και σίγουρα δεν συγκρίνεται με άλλων, που ήταν οδυνηρή. Τα αδέρφισα της αείμνηστης μητρός μου ήταν κομμουνιστές. Ιδεολογικά ήταν ταγμένοι στο ΚΚΕ και μάλιστα μετά την πτώση της χούντας είχαν καταφέρει να εκλεγούν και στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος. Κατά την διάρκεια της επταετίας ήταν εξόχως προσεκτικοί και την έβγαλαν απλά με κάποιες προσαγωγές για αστείους λόγους και ξεμπέρδεψαν με κάποια χαστούκια. Όμως για να αντιληφθούμε το πόσο διαλυμένο ήταν το κράτος την εποχή της δικτατορίας πρέπει να φτάσουμε το καλοκαίρι του 1974. Τότε, λοιπόν, λόγω της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο διετάχθη γενική επιστράτευση. Τα αδέλφια της μητέρας μου κλήθηκαν στον στρατό. Κατά σύμπτωση όλοι ήταν κομμουνιστές. Οι πέντε από τους επτά. Και δεν στάλθηκαν στα σύνορα, δηλαδή Έβρο, ή νησιά, αλλά σε κάποια στρατόπεδα στην ενδοχώρα! Φυσικά δεν τους δόθηκε καμία εξήγηση. Αλλά όλοι κατάλαβαν ότι ακόμη καις ε αυτή την κρίσιμη εθνική στιγμή η χούντα προσπάθησε να έχει υπό τον έλεγχο της τους κομμουνιστές και όχι να τους εξοπλίσει για τον πόλεμο. Διότι υποτίθεται γι’ αυτό έγινε η επιστράτευση. Μάλιστα σε όλο το διάστημα που ίσχυσε η επιστράτευση δεν ακούμπησαν όπλο. Απλά γυρόφερναν στους χώρους των στρατοπέδων. Εξάλλου όλη η επιχειρηματολογία των χουντικών ήταν ανεξήγητη.
Οι εκλογές και το τρέξιμο
Πάμε και στην δική μου εμπειρία. Στις 29 Ιουλίου του 1973 διενεργήθηκε το δημοψήφισμα από την Χούντα για το εάν οι Έλληνες ήθελαν να εγκριθεί η αλλαγή του Πολιτεύματος. Και από Μοναρχία να μετατραπεί σε Προεδρική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Τρόπος του λέγειν δημοκρατία. Το καθεστώς έσπρωχνε τους πολίτες προς το «Ναι». Όμως το «όχι» ήταν μία επιλογή αντίδρασης. Ακόμη και για ανθρώπους που ήταν αντιβασιλικοί, όπως ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου. Θυμάμαι, ότι με πήρε μαζί του (σε λίγες ημέρες θα έκλεινα τα 9 μου χρόνια) για να μάθω πως ψηφίζει ο κόσμος, τι είναι οι εκλογές. Ο πατέρας μου ψήφιζε στο Νέο Κόσμο, κοντά στο πατρικό του σπίτι. Εκεί κοντά έμενε και η γιαγιά μου (από τη μάνα μου). Ο πατέρας μου ψήφισε «όχι». Όταν βγήκαμε έξω από το εκλογικό τμήμα εγώ από παιδική αφέλεια άρχισα να τραγουδώ «ψηφίσαμε όχι». Ο πατέρας μου βλέποντας τους αστυνομικούς φρουρούς να τον κοιτούν παράξενα, με βούτηξε και αρχίσαμε να τρέχουμε προς το σπίτι της γιαγιάς. Θα πρέπει να κάναμε μία διαδρομή 1.000 μέτρων με παρατεταμένο σπριντ σε πολύ καλύτερο χρόνο από όσο έτρεχε ο τότε πρωταθλητής των σπριντ Βασίλης Παπαγεωργοπούλος. Μόλις μπήκαμε σπίτι, ευτυχώς ήταν στο σπίτι ένας θείος, που είχε αυτοκίνητο, μας έβαλε μέσα με τη μητέρα μου και τον αδερφό μου και μας πήγε Αργυρούπολη. Αυτή ήταν η εμπειρία μου από την χούντα.
Θα αναρωτηθείτε για ποιον λόγο έκανα αυτή την προσωπική αναφορά στο σημερινό μου σημείωμα. Την αφορμή μου την έδωσε το μήνυμα του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για την θλιβερή επέτειο από την κατάλυση του πολιτεύματος στις 21 Απριλίου του 1967. Ο κ. Μητσοτάκης μεταξύ άλλων ανέφερε ότι «Πενήντα οκτώ χρόνια από το χουντικό πραξικόπημα, η ιστορική μνήμη μετατρέπεται σε ώριμη δύναμη. Με αφορμή τη θλιβερή επέτειο, η Ελλάδα τιμά τους αγωνιστές της αντίστασης. Απαντά στις προκλήσεις τού σήμερα, εδραιώνοντας τη Δημοκρατία και τον Κοινοβουλευτισμό. Και υπερβαίνει τις αδυναμίες της Μεταπολίτευσης, μένοντας μακριά από την εύκολη δημαγωγία και τον επικίνδυνο διχασμό. Σε καιρούς παγκόσμιας γεωπολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας γίνεται επίκαιρη όσο ποτέ η ανάγκη της πολιτικής σταθερότητας και της δημοκρατικής ομαλότητας. Τα διδάγματα του παρελθόντος μάς οδηγούν και φέτος στα βήματα του μέλλοντος».
Δεν υπάρχει χάος
Να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Η σημερινή εποχή, ουδεμία σχέση έχει με την ταραγμένη δεκαετία του 1960. Η συσχέτιση που προσπαθεί να κάνει ο κ. Μητσοτάκης είναι άκρως ατυχής. Ακόμη και εάν οι πολίτες δεν επιλέξουν κάποιο κόμμα να είναι αυτοδύναμο στις επόμενες εθνικές εκλογές δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Η δημοκρατία μας είναι πολύ ισχυρή και δεν κινδυνεύει από κανένα χάος. Εξάλλου όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα, είτε από την Κεντροαριστερά, είτε από την Κεντροδεξιά με δημοκρατικές πεποιθήσεις δεν αποτελούν χάος. Αλλά επιλογή των πολιτών. Το παράδειγμα της Χρυσής Αυγής το αναδεικνύει αυτό. Ο κόσμος ψήφισε την εγκληματική οργάνωση, ο κόσμος (όταν έμαθε την παράνομη δράση της) την έστειλε σπίτι της.
Επίσης κατά την διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας των μνημονίων υπήρξαν συγκυβερνήσεις και δεν υπήρχε κανένα απολύτως πρόβλημα. Και μάλιστα συνεργάστηκαν κόμματα με ιστορικές ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές. Όπως η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ (με Σαμαρά και Βενιζέλο) και ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (Τσίπρας-Καμμένος).
Αρκεί να θυμηθούμε ότι στις τελευταίες συγκεντρώσεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ τον Ιούνιο του 2012, όπου ο Αντώνης Σαμαράς και ο Ευάγγελος Βενιζέλος εξαπέλυαν φαρμακερά βέλη ο ένας για τον άλλο. Κι όμως λίγα 24ωρα αργότερα έβαλαν στην άκρη τις διαφορές τους και προχώρησαν μαζί με τον Φώτη Κουβέλη (ΔΗΜ.ΑΡ.) σε συγκυβέρνηση. Αυτό από μόνο του καταρρίπτει το επιχείρημα του πρωθυπουργού και του κυβερνώντος κόμματος περί χάους.
Εξάλλου δεν υπάρχει ο διχασμός περί κουμουνιστών και αντικομμουνιστών. Άρα και οι πολιτικοί μας πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί, όταν αναφέρονται σε τέτοιες επετείους, όπου οι πρωταγωνιστές (χουντικοί) προκάλεσαν ζημιά στην χώρα. Διότι εθνική καταστροφή ήταν και η απώλεια της μισής Κύπρου, που προήλθε από ανθρώπους που δεν κατανοούσαν τις διεθνείς εξελίξεις.
Εξάλλου η αντιμετώπιση των σύγχρονων προβλημάτων της κοινωνίας απαιτούν συγκλίσεις και διάλογο. Η ακρίβεια, για παράδειγμα, διαπερνά ως ηλεκτροσόκ όλες τις οικογένειες ανεξάρτητα πολιτικών επιλογών και ιδεολογιών. Και η αντιμετώπιση της ακρίβειας είναι απαίτηση της κοινωνίας. Και όσο η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα, τόσο θα βρίσκει μπροστά της την αντίδραση της κοινωνίας.
ΥΓ. Καλή εργατική πρωτομαγιά. Για να θυμόμαστε, ότι η Πρωτομαγιά είναι εργατική γιορτή και όχι γιορτή των λουλουδιών. Χαιρόμαστε για την φύση, που μας προσφέρει μία ψυχική ευεξία, αλλά μέχρι εκεί.