• Οι πολίτες θέλουν ρεαλιστικό σχέδιο και ανθρώπους να κατανοούν στην πράξη τα προβλήματα του
Του Μιχάλη Κωτσάκου
Σε καθημερινή βάση οι αναγνώστες που επικοινωνούν με τα γραφεία της εφημερίδας εκφράζουν την ίδια απορία: «Τι γίνεται με τα αναδρομικά; Πότε θα μας τα δώσουν; Γράψτε κάτι ρε παιδιά». Και μιλάμε για την πλειοψηφία των τηλεφωνημάτων με το ίδιο θέμα να αγγίζει το 90%.
Ειδικά αυτή την εποχή, όπου η ακρίβεια έχει ισοπεδώσει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Και βέβαια η σύνταξη εξανεμίζεται στο μέσο του μήνα. Όπως μας λένε όσοι επικοινωνούν για να την βγάλουν έχουν αναγκαστεί να αφαιρέσουν από τις αγορές τους το κάτι παραπάνω. Και αυτό είναι ίσως ότι χειρότερο μπορεί να δώσει ένα κράτος στον συνταξιούχο. Δηλαδή ένας συνταξιούχος θέλει να γευθεί τώρα που ξεκουράζεται κάτι με την ησυχία του, να πάει μία εκδρομή χωρίς το άγχος της επιστροφής, να περάσει ευχάριστα τα χρόνια που έχει μπροστά του.
Κι όμως η ακρίβεια τους έχει αναγκάσει να τα κάνουν όλα πέρα. Από την μία να βγάλουν τον μήνα και από την άλλη να εξασφαλίσουν κάτι για τα εγγόνια και τα παιδιά τους, διότι μπορεί τα μνημόνια να τελείωσαν (επισήμως), αλλά από την άλλη τα απότοκα των χρόνων της κρίσης τα αντιμετωπίζουμε σε όλα τα επίπεδα.
Το περιστατικό με την ηλικιωμένη κυρία στην Κέρκυρα που παραπονέθηκε στον πρωθυπουργό είναι όλα όσα θα ήθελαν να πουν στον κ. Μητσοτάκη η μεγάλη πλειοψηφία των συνταξιούχων, είτε ψηφίζει τη Νέα Δημοκρατία, είτε οποιοδήποτε άλλο κόμμα. Είναι θεμιτό να υπάρχουν παράπονα, ειδικά από κάποιους ανθρώπους σαν την κυρία που πλησίασε τον κ. Μητσοτάκη, όμως αυτό που ενόχλησε κόσμο και ντουνιά ήταν η απάντηση του πρωθυπουργού. «Δεν σας στηρίζει η εκκλησία;» ρώτησε ο κ. Μητσοτάκης και εάν δεν το είχα ακούσει με τα αυτιά μου δεν θα το πίστευα.
Ειλικρινά μιλάμε τώρα είναι ποτέ δυνατόν να θεωρούν στο Μαξίμου ότι αυτή η απάντηση ήταν ορθή; Μία απάντηση που δείχνει πως όλα όσα μας λέει ο κ. Μητσοτάκης για την ακρίβεια ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Μάλλον είναι στο πλαίσιο της πολιτικής ορθότητας και όχι του ρεαλισμού. Διότι ρεαλισμός θα ήταν την επομένη ακριβώς ημέρα από των παραπόνων της κυρίας στην Κέρκυρα ο ίδιος ο πρωθυπουργός να λάβει μία και μόνο απόφαση. Να επαναφέρει άμεσα το ΕΚΑΣ. Μόνο κατ’ αυτό τον τρόπο η κυρία από την Κέρκυρα και χιλιάδες κυρίες και κύριοι από όλη την Ελλάδα να μπορέσουν να ζήσουν αξιοπρεπώς. Όχι να διάγουν ένα έκλυτο βίο, αλλά να μπορούν να αγοράσουν τα βασικά.
Όλα τα υπόλοιπα δεν αντέχω να τα βλέπω. Ούτε τις μαθηματικές αναλύσεις, ούτε φυσικά τα στοιχεία που παρουσιάζονται κατά το δοκούν. Ουδείς απλός πολίτης τα καταλαβαίνει και το πιο σημαντικό εξοργίζεται. Διότι ακούς το πρωί τον αρμόδιο υπουργό κι εν συνεχεία πηγαίνεις στο σούπερ μάρκετ και αναρωτιέσαι σε ποιο σούπερ μάρκετ ψωνίζει ο κ. Σκρέκας για να πας κι εσύ εκεί, ώστε να τα βρίσκεις όλα φτηνά. Διότι η λύση να ψάχνεις το πιο φτηνό μέσω των ειδικών εφαρμογών σε τίποτα απολύτως δεν βοηθά τον καταναλωτή. Και στο τέλος της ημέρας δεν είναι λύση να αγοράζεις δύο προϊόντα από το ένα σούπερ μάρκετ, δύο από ένα δεύτερο κι άλλα δύο από ένα τρίτο και πάει λέγοντας.
Δεν πάμε πίσω
Κι ενώ όλα αυτά συμβαίνουν στην καθημερινότητα μας ακούμε τον κύριο πρωθυπουργό να λέει στις προεκλογικές του ομιλίες πως «δεν θα γυρίσουμε στο 2015» και δεν πρέπει να διακινδυνεύσουμε την σταθερότητα. Ουδείς Έλληνας το θέλει αυτό, ότι και εάν ψηφίζει. Η σκοπιμότητα και η τακτική πίσω από αυτή την αναφορά είναι προφανής. Το 2015 έμεινε στη συλλογική μνήμη της ελληνικής κοινωνίας ως ένα τραύμα, ανεξαρτήτως της στάσης που κράτησε ο καθένας στο δημοψήφισμα. Ήταν μια χρονιά που κορυφώθηκε το δράμα των μνημονίων μέσα από τον εκβιασμό των δανειστών, που φάνηκε να διακυβεύεται το εάν η χώρα μας θα μείνει στο ευρώ, με ό,τι οδυνηρό για την οικονομία και την κοινωνία θα συνεπαγόταν η έξοδος τη δεδομένη στιγμή, που εφαρμόστηκαν capital controls και με την κατάλληλη τρομοκρατική προπαγάνδα κάναμε ουρές έξω από τα ATM και ένα κόμμα που είχε υποσχεθεί έξοδο από την αντιδραστική μνημονιακή λιτότητα κατέληξε να υπογράφει και να εφαρμόζει το τρίτο μνημόνιο.
Ουδείς τα ξέχασε, ουδείς θέλει να τα ξαναζήσει. Και το κυριότερο οι πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής τιμωρήθηκαν. Έφυγαν από το πρώτο πλάνο. Ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας είναι ένας απλός βουλευτής και πλέον όπως έχει πει και ο Ευάγγελος Βενιζέλος κινείται στην σφαίρα της μεταπολιτικής.
Τώρα πλέον έχουμε 2024. Και αυτό που θέλουμε να ακούμε είναι το τι θα συμβεί για το 2025, ποια είναι τα σχέδια των κυβερνώντων και των πολιτικών δυνάμεων για το 2026, το 2027, το 2028 και ούτω καθεξής. Τουναντίον το μόνο που ακούμε είναι η προπαγάνδα του φόβου. Διότι όλοι θυμόμαστε τους ταλαίπωρους συνταξιούχους το καλοκαίρι του 2015 να ξεροσταλιάζουν στα ΑΤΜ για να σηκώσουν 60 ευρώ. Όπως θυμόμαστε κάποιες φρικιαστικές εικόνες να βλέπουμε μεγάλους ανθρώπους να κλαίνε καθισμένοι έξω από τις τράπεζες. Όμως από την άλλη θα πρέπει όλοι εμείς να παραδεχθούμε, ότι με την σύνταξη που λάμβανε το 2015-έστω και με δυσκολία λόγω των capital controls- ένας συνταξιούχος τα έβγαζε βόλτα. Ανταποκρινόταν στις υποχρεώσεις του και βοηθούσε και τα παιδιά του.
Σήμερα δυστυχώς η σύνταξη, παρά το γεγονός ότι έγιναν και δύο αυξήσεις εξανεμίζεται σε χρόνο ρεκόρ. Δεν φτάνουν όχι για να βοηθήσεις τα παιδιά σου, αλλά καλά-καλά δεν αρκούν για να βγάλεις το μήνα. Η εκτίναξη του κόστους ζωής για τα λαϊκά στρώματα, που αυτή τη στιγμή ακυρώνει στην πράξη και την όποια αύξηση των μισθών και την μείωση της ανεργίας και αποτελεί και τον βασικό λόγο έντονης κοινωνικής δυσαρέσκειας.
