Στο τέρμα μιας γειτονιάς με στενά και κεραμίδια, υπάρχει μια αυλή που κάθε Σάββατο βράδυ μεταμορφώνεται. Όλα ξεκίνησαν όταν μια παρέα συνταξιούχων άκουσε μουσική από ένα ραδιόφωνο και σηκώθηκε αυθόρμητα να χορέψει. Η στιγμή έγινε συνήθεια, και η συνήθεια παράδοση.
Πλέον, η αυλή έχει φωτιστικά, ένα μικρό στερεοφωνικό, και ένα ψυγείο με αναψυκτικά. Οι γύρω κάτοικοι φέρνουν λιχουδιές, οι νεότεροι μαθαίνουν τανγκό και ρούμπα από τους πιο παλιούς, και όλοι αφήνουν για λίγο πίσω τις σκοτούρες της καθημερινότητας.
Δεν έχει σημασία ποιος ξέρει χορό και ποιος όχι. Σημασία έχει η συμμετοχή. Μια γυναίκα 86 ετών είπε ότι “όταν χορεύω, ξεχνάω τα φάρμακα”. Κάποιοι ήρθαν αρχικά από περιέργεια, και τελικά έγιναν μόνιμοι θαμώνες.
Σε μια εποχή που οι αυλές σπάνια γεμίζουν, αυτή εδώ βρήκε έναν νέο λόγο ύπαρξης. Κι αυτό που ξεκίνησε ως αστείο, έγινε σύμβολο ζωντάνιας.
