Του Μιχάλη Κωτσάκου
Το σημερινό μου σημείωμα έλαβα την απόφαση να το γράψω, καθώς διάβασα ένα εξαιρετικό άρθρο από τη συνάδελφο Αλεξάνδρα Γκίτση στον ιστότοπο Euro2day.gr, σχετικά με την τιμή του ελαιόλαδου, το οποίο παρά την πτώση που έχει καταγραφεί στην τιμή εξακολουθεί τις υψηλές πτήσεις σε σύγκριση με το 2019.
Το άρθρο της συναδέλφου είχε όντως ένα πολύ ευρηματικό τίτλο που μου κέντρισε το ενδιαφέρον και αυτός ήταν: «Πιο ακριβό το ελληνικό ελαιόλαδο στην Καλαμάτα από ότι στο Λονδίνο». Και αντιγράφω ορισμένα σημεία του άρθρου: «Σύμφωνα με στοιχεία της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο, η Ελλάδα ακολούθησε μια λιγότερο αναμενόμενη στρατηγική τιμολόγησης. Το αποτέλεσμα; Ρεκόρ εξαγωγών για τα ελληνικά δεδομένα. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Από τα τέλη του 2023, οι τιμές παραγωγού ελαιολάδου αυξήθηκαν ραγδαία λόγω μείωσης της παραγωγής. Αιτία; Η εκτεταμένη ξηρασία που έπληξε τους βασικούς παραγωγούς της Μεσογείου, κυρίως την Ισπανία. Η κρίση αποτυπώθηκε έντονα στη λιανική, με τις τιμές να ξεπερνούν τα 10 ευρώ το λίτρο στην Ελλάδα, ακολουθώντας τις τιμές παραγωγού που σε κάποιες περιπτώσεις έφτασαν τα 10 ευρώ/κιλό. Στην Ευρώπη το μέσο κόστος φιάλης 750 ml εκτοξεύτηκε στα 9,49 ευρώ στα μέσα του 2024, από μόλις 3,89 ευρώ το 2022. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή ανέβαινε και οι καταναλωτές έρχονταν αντιμέτωποι με αυξανόμενες τιμές, περιορισμένες ποσότητες και φόβους για νοθευμένα ή παραποιημένα προϊόντα.
Κι ενώ η εικόνα αυτή επικρατούσε από την Αθήνα μέχρι τη Νάπολη και τη Βαρκελώνη, στο Λονδίνο γραφόταν μια διαφορετική ιστορία. Το 2024, η μέση τιμή των ελληνικών εξαγωγών εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου προς το Ηνωμένο Βασίλειο υποχώρησε στις 4,9 λίρες/κιλό, μειωμένη κατά 23% σε σχέση με το 2023. Αντίθετα, η Ισπανία και η Ιταλία αύξησαν τις τιμές τους λόγω της διεθνούς κρίσης από 5,7 λίρες/κιλό το 2023 σε 7,5 λίρες/κιλό το 2024 (+31,6%).
Την ώρα δηλαδή που άλλοι αύξαναν τις τιμές, η Ελλάδα αγόραζε όγκο. Αποτέλεσμα, οι ελληνικές εξαγωγές -κατά βάση εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο- προς τη Βρετανία να αυξηθούν πέρυσι κατά 25,8% σε αξία (20,4 εκατ. λίρες) και κατά 58,8% σε όγκο (περίπου 4.000 τόνοι). Και το μερίδιο σε όγκο από 4% το 2023 σε 6,5% το 2024. Όμως, παρά τις προσπάθειες, το ελληνικό ελαιόλαδο δεν ανέβηκε στο βάθρο και κατατάχθηκε στην 5η θέση στις βρετανικές εισαγωγές, πίσω από την Ισπανία και την Ιταλία. Αλλά και από χώρες που δεν έχουν καμία παραγωγική σχέση με το προϊόν, όπως η Γερμανία και το Βέλγιο».
Οι απορίες
Διαβάζοντας τα παραπάνω είναι εύλογο να δημιουργούνται απορίες. Όχι μόνο για ποιον λόγο το αγνό παρθένα ελληνικό ελαιόλαδο είναι πίσω από το μεταποιημένο του Βελγίου και της Γερμανίας, καθώς Ισπανία και Ιταλία είναι γνωστές ελαιοπαραγωγικές χώρες, πολύ πιο προχωρημένες από τη χώρα μας; Και η δεύτερη απορία είναι για ποιον λόγο οι Λονδρέζοι απολαμβάνουν το ελληνικό ελαιόλαδο πιο φθηνό έναντι των Αθηναίων;
Η απάντηση στις δύο απορίες είναι λίγο πολύ γνωστές, όχι μόνο στους πολίτες, αλλά κυρίως στους κυβερνώντες. Η Ελλάδα, παρά τα βήματα που έχει κάνει σε ό,τι αφορά τον εκσυγχρονισμό στις ελαιοπαραγωγικές μονάδες επεξεργασίας εξακολουθεί να είναι πολύ πίσω. Και σε ό,τι αφορά τις υψηλές τιμές αποδεικνύεται περίτρανα ότι η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα απολύτως για να τιθασεύσει την ακρίβεια.
Και το λέω αυτό διότι δεν θεωρώ τους υπουργούς τίποτα χαζοβιόληδες, που δεν καταλαβαίνουν τι τους γίνεται. Όντως κάποιοι κοιμούνται όρθιοι και πληρώνουν ξενοδοχείο, που λένε με σκωπτικό τρόπο στα καφενεία. Αλλά αυτοί είναι εξαιρέσεις. Άρα για ποιον λόγο πληρώνουμε τόσο ακριβά τα προϊόντα που παράγει η χώρα μας; Η απάντηση είναι απλή και την γνωρίζουμε εδώ και πολλά χρόνια. Ότι στην Ελλάδα οι έλεγχοι είναι τυπικοί και για λόγους επικοινωνίας και όχι ουσίας. Και φυσικά οι έλεγχοι ποτέ δεν βρίσκουν… επαγγελματίες κερδοσκόπους. Μόνο κάποια μικρά ψάρια για να ρίξουν στάχτη στα μάτια του κόσμου.
Οπότε δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση ότι οι μισοί Έλληνες αυτό το καλοκαίρι δεν πρόκειται να κάνουν ούτε μία ημέρα διακοπών. Δηλαδή δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να φύγουν από την Αθήνα, ή τα άλλα αστικά κέντρα προς την ύπαιθρο. Ή για κάποιο ελληνικό νησί.
Οι εκθέσεις
Εξάλλου και η ετήσια έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για το 2025 δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες. Οι πραγματικοί μισθοί στην Ελλάδα έχουν υποχωρήσει κατά 32,8% μέσα σε μόλις 15 χρόνια. Οι Έλληνες εργαζόμενοι βρίσκονται πλέον στην προτελευταία θέση ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την αγοραστική τους δύναμη. Αυτή δεν είναι απλώς μια στατιστική. Είναι μια σκληρή πραγματικότητα για δεκάδες χιλιάδες νοικοκυριά που ζουν καθημερινά με το άγχος της επιβίωσης.
Την ίδια ώρα η κυβέρνηση και τα φίλια προς αυτή ΜΜΕ (που είναι πολλά, έχουν δημιουργήσει μία εικονική πραγματικότητα. Μιλούν για ανάπτυξη, για θωρακισμένη οικονομία για αλλεπάλληλες αυξήσεις του κατώτατου μισθού και διαβάζουν στοιχεία και αριθμούς για να αποδείξουν του λόγου το αληθές. Κι όμως οι κυβερνώντες δεν αφουγκράζονται ότι η κοινωνία βουλιάζει στην ακρίβεια. Οι μικρομεσαίοι ασφυκτιούν, οι μισθωτοί στενάζουν, και τα σούπερ μάρκετ μετατρέπονται σε πεδία μάχης για τα βασικά είδη διατροφής. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο μέσος ετήσιος τζίρος ανά άτομο αυξήθηκε ελάχιστα, από 6.711 ευρώ το 2023 σε 6.882 ευρώ το 2024, ενώ την ίδια στιγμή ο πληθωρισμός σε είδη πρώτης ανάγκης, όπως ψωμί, γαλακτοκομικά και κρέας, αγγίζει το 10%. Αυτή η «αύξηση» στο εισόδημα δεν καλύπτει ούτε το αυξημένο κόστος ενός εβδομαδιαίου καλαθιού.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις βλέπουν ότι ούτε οι εκπτώσεις σώζουν την κατάσταση. Ο καταναλωτής δεν έχει να ξοδέψει, όχι γιατί δεν βρίσκει προσφορές, αλλά γιατί τα χρήματα του αρκούν μόνο για τα απαραίτητα. Το 65% των πολιτών κόβει βασικές δαπάνες, ακόμη και μέσα σε περιόδους εκπτώσεων. Είναι ξεκάθαρο ότι το πρόβλημα δεν είναι πια οι τιμές, είναι η πολιτική.