Δεν ξέρω πότε ακριβώς άρχισαν όλοι να σταματούν στο ίδιο παγκάκι του πάρκου κάθε πρωί, αλλά έγινε πια ιεροτελεστία. Η κυρία με το λευκό καπέλο και το καλάθι γεμάτο κεράσματα εμφανίζεται πάντα στις 9:00 ακριβώς. Κάθεται, βγάζει ένα περιοδικό και ένα μικρό ταπεράκι με σπιτικά κουλουράκια, και σε λίγο μαζεύεται κόσμος: μαμάδες με καρότσια, φοιτητές με καφέδες, και φυσικά οι υπόλοιποι συνταξιούχοι.
Η ρουτίνα της έγινε κοινό μυστικό. Μιλά για τα λουλούδια, για το πώς άλλαξε το πάρκο, αλλά πιο πολύ ακούει. Οι ιστορίες της έχουν τον ρυθμό και τη χάρη μιας άλλης εποχής, και σπάνια μιλά για δυσκολίες. Μόνο όταν την πλησίασε ένα παιδί και της είπε “θυμίζεις τη γιαγιά μου”, το βλέμμα της μαλάκωσε λίγο παραπάνω.
Κάποιοι είπαν ότι είναι ο «καθημερινός ήλιος του πάρκου». Δεν το λένε ειρωνικά. Όταν δεν εμφανίστηκε μία μέρα, επικράτησε αναστάτωση. Τελικά, είχε πάει εκδρομή – πράγμα που έγινε αφορμή για να συζητήσουμε όλοι τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε μαζί. Από τότε ξεκίνησαν οι πρωινές πεζοπορίες, πάντα με σταθμό το παγκάκι της. Ίσως η ζωή δεν αλλάζει από μεγάλες κινήσεις, αλλά από μικρές παρουσίες. Κι εκείνη, με το καπέλο της, το απέδειξε.
