15.9 C
Athens
Τρίτη, 23 Δεκεμβρίου, 2025
ΑρχικήΠΟΛΙΤΙΚΗΓιάννης Δραγασάκης. Η Χαμένη Ευκαιρία της Αριστεράς
spot_img

Γιάννης Δραγασάκης. Η Χαμένη Ευκαιρία της Αριστεράς

-

Γράφει ο Άκης Λιάντζουρας

Δεν γράφεται εύκολα ένα κείμενο για τον Γιάννη Δραγασάκη όταν δεν τον παρακολουθείς απλώς ως πολιτικό, αλλά όταν τον έχεις κουβαλήσει μέσα σου σαν πυξίδα. Γιατί τότε δεν κρίνεις μόνο γεγονότα· κρίνεις ένα κομμάτι του εαυτού σου. Τη δική σου πίστη ότι η πολιτική μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από καυγάς, καριέρα και τηλεοπτικό θόρυβο. Ότι μπορεί να είναι ήθος, συγκρότηση, κόπος, επιμονή. Ότι μπορεί να είναι η τέχνη του εφικτού χωρίς να ξεπουλά την ψυχή της.

Ο Δραγασάκης υπήρξε για πολλούς «χαμηλών τόνων». Για μένα – για εμάς που τον ακολουθήσαμε – υπήρξε υψηλής αντοχής. Ένας άνθρωπος που δεν σε κέρδιζε με το χειροκρότημα, αλλά με εκείνο το σπάνιο αίσθημα ασφάλειας που νιώθεις όταν βλέπεις κάποιον να μην παίζει με τις λέξεις, αλλά να σηκώνει το βάρος τους.

Και ίσως γι’ αυτό η ιστορία του πονάει. Γιατί, αν η Αριστερά είχε μια στιγμή που θα μπορούσε να αποδείξει ότι δεν είναι μόνο διαμαρτυρία, αλλά και αρχιτεκτονική της χώρας, αυτή ήταν η στιγμή που άνθρωποι σαν τον Δραγασάκη βρέθηκαν στην καρδιά της εξουσίας. Και το αποτέλεσμα – όσο κι αν προσπαθείς να το δεις ψυχρά – αφήνει μέσα σου κάτι σαν ανεκπλήρωτο. Όχι επειδή δεν προσπάθησε. Αλλά επειδή ίσως προσπάθησε σε μια συνθήκη όπου η προσπάθεια δεν αρκούσε.


Η δύσκολη εξίσωση: πραγματιστής και ιδεολόγος

Υπάρχουν πολιτικοί που διαλέγουν: ή είσαι ιδεολόγος ή είσαι πραγματιστής.
Ο Δραγασάκης δεν διάλεξε. Ακροβατούσε.

Και αυτό είναι ένα είδος μοναξιάς.

Γιατί ο ιδεολόγος θέλει καθαρότητα και σύγκρουση. Ο πραγματιστής θέλει σταθερότητα και αποτέλεσμα. Εκείνος ήξερε – από νωρίς – ότι αν η πολιτική δεν παράγει αποτέλεσμα, γίνεται θέατρο. Αλλά ήξερε επίσης ότι αν ο ρεαλισμός δεν έχει πυρήνα αξιών, γίνεται απλός κυνισμός.

Τον θυμάμαι – και δεν το λέω ως ρητορικό σχήμα, αλλά ως πολιτική μνήμη – σαν έναν άνθρωπο που έδειχνε πως μπορείς να είσαι μετρημένος χωρίς να είσαι χλιαρός. Ότι μπορείς να μιλάς θεσμικά χωρίς να είσαι άψυχος. Ότι μπορείς να είσαι στρατηγικός χωρίς να είσαι μηχανισμός.

Και τώρα, με την απόσταση, αντιλαμβάνεσαι πόσο σπάνιο ήταν αυτό.


1991: η στιγμή που προανήγγειλε μια ολόκληρη εποχή

Μια ψηφοφορία μέσα στο ΚΚΕ, μια οριακή διαφορά, μια διαδρομή που χωρίζει. Στα χαρτιά είναι ένα επεισόδιο. Στην ουσία, ήταν μια προφητεία: ότι η Αριστερά στην Ελλάδα θα κουβαλά για δεκαετίες αυτό το διχασμό — ανάμεσα στη θεσμική μετεξέλιξη και την ιδεολογική περιχαράκωση.

Εκείνη η στιγμή, για όσους την παρακολούθησαν, δεν έβγαλε μόνο ηγεσία. Έβγαλε ένα ερώτημα που δεν απαντήθηκε ποτέ πλήρως:
Μπορεί η Αριστερά να γίνει πλειοψηφική χωρίς να χάσει τον εαυτό της;

Ο Δραγασάκης δεν ήταν η «κόντρα». Ήταν η άλλη απάντηση.


2015: όταν η ελπίδα έγινε κυβέρνηση και το κράτος έγινε αντίπαλος

Και μετά ήρθε το 2015.
Για κάποιους ήταν πανηγύρι. Για άλλους, απειλή. Για εμάς που πιστέψαμε, ήταν κάτι πιο σύνθετο: ήταν η στιγμή που η Ιστορία μας χτύπησε την πόρτα και μας είπε: «Ωραία. Τώρα αποδείξτε το».

Σε εκείνη τη στιγμή, ο Δραγασάκης δεν ήταν απλώς αντιπρόεδρος. Ήταν ο άνθρωπος που έμοιαζε να κρατά τη σιωπηλή ισορροπία ανάμεσα στο όνειρο και στην κατάρρευση. Δεν ήταν ο άνθρωπος που θα ανέβαινε στο μπαλκόνι. Ήταν ο άνθρωπος που θα έμενε κάτω, εκεί που είναι τα καλώδια, οι διακόπτες, τα χρέη, οι προθεσμίες, οι δανειστές, οι άδειες λέξεις των ευρωπαϊκών ανακοινωθέντων.

Και εδώ είναι η πιο σκληρή αλήθεια:
το κράτος δεν σε περιμένει να το αλλάξεις. Σε περιμένει να σε αλλάξει.

Η Αριστερά, εκείνη τη μέρα που μπήκε στο Μαξίμου, πίστεψε ότι θα αλλάξει τους κανόνες. Ανακάλυψε ότι οι κανόνες έχουν χιλιάδες υπόγειες ρίζες. Και ότι η «πολιτική βούληση» δεν φτάνει όταν σε πιέζουν αριθμοί που δεν επιτρέπουν ποίηση.

Ο Δραγασάκης, με την πειθαρχία του, έγινε ο άνθρωπος που θα κρατούσε την κυβέρνηση μέσα στα όρια της επιβίωσης. Αλλά το τίμημα αυτής της επιβίωσης ήταν τεράστιο: το όνειρο δεν έσβησε με μια προδοσία — έσβησε με κόπωση. Με σταδιακή μετατόπιση. Με την καθημερινή αποδοχή του «δεν γίνεται αλλιώς».

Και αυτό είναι πιο τραγικό από τη σύγκρουση. Γιατί η σύγκρουση σε κάνει ήρωα ή μάρτυρα. Η κόπωση σε κάνει διαχειριστή.


Η χαμένη ευκαιρία δεν ήταν το μνημόνιο. Ήταν η χαμένη αφήγηση

Να το πω όπως το νιώθω:
Δεν με πονάει ότι υπήρξαν όρια. Με πονάει ότι τα όρια έγιναν ταυτότητα.

Η «χαμένη ευκαιρία» δεν είναι ότι αναγκάστηκαν να υπογράψουν. Η χαμένη ευκαιρία είναι ότι δεν γεννήθηκε ένα νέο πολιτικό σχέδιο που να λέει:

«Ναι, εδώ χτυπήσαμε τοίχο. Αλλά από εδώ και πέρα, χτίζουμε κάτι άλλο. Κάτι που δεν είναι ούτε το παλιό σύστημα, ούτε το επαναστατικό σύνθημα. Είναι μια νέα πρόταση εξουσίας».

Γιατί ο Δραγασάκης είχε την ικανότητα να γίνει ο αρχιτέκτονας αυτής της γέφυρας. Το υλικό το είχε: γνώση, ψυχραιμία, ιδεολογικό πυρήνα, κατανόηση θεσμών. Αυτό που έλειψε ήταν η στιγμή — ή η συλλογική δύναμη — να μετατρέψει την εμπειρία σε νέα κανονικότητα.

Και κάπως έτσι, η Αριστερά κράτησε την εξουσία για λίγο, αλλά δεν κράτησε το νόημά της για πολύ.


Το πικρό τέλος: όταν η πυξίδα απομαγνητίζεται

Κάποια στιγμή, χρόνια μετά, βλέπεις την αποχώρηση, τις παραιτήσεις, την απόσταση. Δεν το διαβάζεις ως «εσωκομματικό δράμα». Το διαβάζεις ως κάτι πιο ανθρώπινο: σαν να βλέπεις έναν άνθρωπο που προσπάθησε να κρατήσει μια ισορροπία, να αντιλαμβάνεται ότι η ισορροπία χάθηκε αλλού — στο εσωτερικό, στην ταυτότητα, στο «ποιοι είμαστε».

Και τότε, ο ακόλουθος — ο άνθρωπος που ήσουν — νιώθει κάτι σχεδόν σωματικό: σαν να σου τραβάνε ένα σημείο αναφοράς από τον χάρτη.

Όχι γιατί ήταν αλάνθαστος. Αλλά γιατί ήταν σοβαρός. Και σε εποχές που η πολιτική γίνεται όλο και περισσότερο performance, η σοβαρότητα είναι σχεδόν επαναστατική.


Επίλογος: η τέχνη του εφικτού δεν είναι μικρότητα. Είναι ευθύνη.

Αν έπρεπε να τον περιγράψω με μία φράση, θα έλεγα:

Ο Γιάννης Δραγασάκης ήταν ο άνθρωπος που απέδειξε ότι η Αριστερά μπορεί να παράγει ευθύνη.

Και όμως, η ιστορία του μένει σαν χαμένη ευκαιρία γιατί η ευθύνη δεν μετατράπηκε σε μια νέα, πλειοψηφική ιδέα για τη χώρα. Γιατί το εφικτό έγινε ορίζοντας, όχι αφετηρία. Γιατί ο πραγματισμός δεν κατάφερε να μεταφραστεί σε ένα νέο όραμα που να εμπνέει ξανά.

Και εδώ είναι το πιο σκληρό ερώτημα – όχι για εκείνον, αλλά για εμάς:

Αν ο Δραγασάκης ήταν πυξίδα, ποιος χαράζει πια τον Βορρά.

spot_img
spot_img