Η ονομασία Γκουλάγκ είναι το αρκτικόλεξο της σοβιετικής υπηρεσίας που επόπτευε τα «στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στην πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. όπου εξορίζονταν οι πάσης φύσεως αντιφρονούντες πολιτικοί κρατούμενοι, ή ύποπτοι. Στην κυριολεξία γκούλαγκ δεν λέγονταν τα στρατόπεδα, αλλά η κρατική υπηρεσία που ήταν υπεύθυνη για τη διαχείρισή τους. Μία άλλη υπηρεσία, η Ντάλστροϊ, ήταν υπεύθυνη για την εμπορική εκμετάλλευση των προϊόντων που παρήγε η καταναγκαστική εργασία.
Τα στρατόπεδα της Γκούλαγκ έγιναν διαβόητα καθώς εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που κρατούνταν στις φυλακές αυτές εξαφανίζονταν και έχαναν κάθε επαφή με τις οικογένειες τους, βασανίζονταν και έμεναν φυλακισμένοι σε φρικώδεις συνθήκες διαβίωσης για χρόνια, συχνά χωρίς καν νόμιμες δικαστικές διαδικασίες. Στη Δύση έγιναν γνωστά το 1973 μέσω της δημοσίευσης του έργου Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ του νομπελίστα συγγραφέα Αλεξάντρ Ισάγεβιτς Σολζενίτσιν.
Τα πρώτα στρατόπεδα ιδρύθηκαν το 1918 και νομιμοποιήθηκαν με την απόφαση «Για τη δημιουργία στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας» της 15 Απριλίου 1919. Το σύστημα αυτό εξαπλώθηκε γρήγορα, φτάνοντας σε πληθυσμό τις 100.000 στη δεκαετία του 1920, με πολύ υψηλή θνησιμότητα.
Ο Λαβρέντι Μπέρια υπήρξε πρωτοστάτης αυτής της εξοντωτικής πρακτικής σε βάρος των αντιφρονούντων. Όντας επί Στάλιν αρχηγός της μυστικής υπηρεσίας NKVD, της προδρόμου της KGB, συνώστισε σε γκούλαγκ αντικαθεστωτικούς διαφόρων εθνικοτήτων οι οποίοι κατηγορούνταν για αντισοβιετική δράση. Τα περισσότερα έκλεισαν κατά την αποσταλινοποίηση.
Στις μέρες μας ο όρος γκούλαγκ χρησιμοποιείται όπου γης ως συνώνυμο της φυλάκισης υπό απάνθρωπες ή αμφιλεγόμενες συνθήκες. Χαρακτηριστικά η Διεθνής Αμνηστία κατήγγειλε τις ΗΠΑ, ότι μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 δημιούργησαν ένα «παγκόσμιο γκουλάγκ» από το Γκουαντάναμο μέχρι τις ιρακινές και τις μυστικές φυλακές της CIΑ. Η αμερικανική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι πρόκειται για αναγκαία μέτρα που επιβάλλει ο πόλεμος εναντίον της τρομοκρατίας και ότι οι κρατούμενοι απολαμβάνουν όλα τα δικαιώματα που τους παρέχουν οι διεθνείς συνθήκες.