Του Κώστα Τσουκαλά
Ήταν Δεκέμβριος 2023, όταν η κυβέρνηση της Ν.Δ. και το αρμόδιο υπουργείο Εργασίας ψήφισαν στην βουλή έναν νόμο που τόσο η κυβέρνηση, όσο και ο ημερήσιος Τύπος τον χαρακτήρισαν καινοτόμο. Ένας νόμος που όπως αφέθηκε να εννοηθεί στην κοινή γνώμη, αποτέλεσε μέτρο ενίσχυσης της ισότητάς καθώς έδινε την δυνατότητα για πρώτη φορά σε συνανθρώπους μας με αναπηρία να εργαστούν, χωρίς ουδεμία περικοπή στην αναπηρική σύνταξη την οποία θα συνέχιζαν να λαμβάνουν κανονικά.
Το εν λόγω αίτημα άλλωστε αποτελούσε πάγιο επί δεκαετίες για το σύνολο του αναπηρικού κινήματος στην χώρα μας. Σαφώς και από την πρώτη στιγμή το αναπηρικό κίνημα και όλος ο νομικός κόσμος που ασχολείται με τα ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης τονίσαμε το πόσο σημαντικός ήταν ο εν λόγω νόμος. Όταν όμως, ως οφείλαμε μελετήσαμε αναλυτικά την διάταξη αντιληφθήκαμε πως παρά την καλή πρόθεση του επισπεύδοντος υπουργείου η ψηφισθείσα ρύθμιση έκρυβε αρκετά προβλήματα και εμπόδια για τους συνταξιούχους και έκανε εν τοις πράγμασι δύσκολη την εφαρμογή της. Συγκεκριμένα η διατύπωση του άρθρου 114 του ν.5078/2023 ανάφερε «σε συνταξιούχους λόγω αναπηρίας που αναλαμβάνουν εργασία» και όχι σε ασφαλισμένους με αναπηρία που υποβάλλουν αίτημα συνταξιοδότησης, με αποτέλεσμα θεωρείται ως προαπαιτούμενη η έστω και στιγμιαία διακοπή της εργασίας πριν την υποβολή της αίτησης. Με την διευκρινιστική δε εγκύκλιο, λόγω της διατύπωσης που υπήρχε στο νόμο, θεσπίστηκε το εξής παράδοξο: η εγκύκλιος 1/2024 του ΕΦΚΑ ανάφερε ρητά: «Η παρ. 1 του άρθρου 23 του ν.4488 / 2017 (Α’ 137). όπως ισχύει, περί της μη εφαρμογής των γενικών και ειδικών διατάξεων που προβλέπουν τη διακοπή ή περικοπή της σύνταξης αναπηρίας ή της σύνταξης λόγω θανάτου και των προνοιακών ή άλλων επιδομάτων στους συνταξιούχους που αναλαμβάνουν εργασία για λόγους ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και κοινωνικής επανένταξη, εφαρμόζεται παράλληλα κα ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 114 του Ν. 5078/2023.
Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 11Α ΤΟ ν. 4387/ 2016, η οποία προστέθηκε στο άρθρο 11 του νόμου αυτού με το άρθρο 26 του Ν.4997/ 2022 για την απονομή κύριας σύνταξης λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο απαιτείται – εκτός των λοιπών προϋποθέσεων που ορίζονται στην εν λόγω διάταξη – με οποιονδήποτε τρόπο διακοπή της υπακτέας στην ασφάλιση εργασίας».
Η λανθασμένη διατύπωση
Από την διατύπωση που επιλέχθηκε τότε, προέκυπτε σαφώς, πως ο ασφαλισμένος με αναπηρία για να ελάμβανε σύνταξη θα έπρεπε να έχει διακόψει την δραστηριότητα του. Αφού εκδοθεί η σύνταξη, μετά θα μπορούσε να αναλάβει εργασία και να λαμβάνει παράλληλα σύνταξη χωρίς καμία περικοπή. Αν όμως δεν διέκοπτε κατά την στιγμή υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, δεν μπορούσε να λάβει την συνταξιοδοτική παροχή.
Γίνεται ευκόλως κατανοητό πως η εν λόγω ρύθμιση αντί να ευεργετήσει τους χιλιάδες συμπολίτες μας μισθωτούς με αναπηρία, είχε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Οι μισθωτοί με αναπηρία βρίσκονταν εγκλωβισμένοι σε έναν απόλυτο παραλογισμό, καθώς για να λάβουν σύνταξη τους και να συνεχίσουν να εργάζονται, θα έπρεπε να πείσουν τον εργοδότη τους να τους απολύσει έστω για μια μέρα ή να αποχωρήσουν οικειοθελώς για μία μέρα, ώστε να υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης και να τους ξαναπροσλαμβάνουν μετά την υποβολή της. Χωρίς προφανώς να έχουν κάποια διασφάλιση για την επαναπρόσληψη τους. Καθώς κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί πωςοι επιχειρήσεις που απασχολούν ασφαλισμένους με αναπηρία, θα προχωρούσαν σε επαναπρόσληψη τους ακριβώς μετά την υποβολή της αίτησης. Άλλωστε η ίδια η απόλυση ή η οικειοθελής αποχώρηση των μισθωτών εργαζομένων με αναπηρία, έθετε εν αμφιβόλω πολλά εργασιακά τους δικαιώματα. Αντίστοιχο παραλογισμό βιώσαν και οι χιλιάδες αυτοαπασχολούμενοι με αναπηρία.
Αντίστοιχαγια να λάβουν σύνταξη,όφειλαν να κλείσουν τα βιβλία τους για το μήνα που θα υπέβαλλαντο αίτημα συνταξιοδότησης και να τα ξανάνοιγαν τον επόμενο μήνα, μπλέκοντας χωρίς κανένα λόγο με την γραφειοκρατία καιμπαίνοντας σε επιπλέον αχρείαστα έξοδα. Τα άτομα με αναπηρία έτσι αντί να διευκολυνθούν όπως ήταν η βούληση της διάταξης οδηγήθηκαν σε δαιδαλώδεις γραφειοκρατικές ενέργειες για να απολάβουν το αυτονόητο δικαίωμα τους. Αν για όλους εμάς το δικαίωμα στην εργασία είναι σημαντικό για τα χιλιάδες άτομα με αναπηρία είναι επιβεβαίωση ισότητας και ισότιμης συμμετοχής στην κοινωνική ζωή. Ένα δικαίωμα που δικαίως αναγνωρίστηκε από την ελληνική πολιτεία, κατέληξεσε κενό γράμμα για χιλιάδες ασφαλισμένους με αναπηρία.
Το γεγονός αυτό που έγινε αντιληπτό αμέσως από το σύνολο του αναπηρικού κινήματος και των ενδιαφερόμενων συνταξιούχων, το σύνολο του νομικού κόσμου και των κομμάτων, το αρμόδιο υπουργείο χρειάστηκε πάνω από 10 μήνες για να το λύσει και επιδιορθώσει την κατάσταση και το χάος που δημιούργησε. Όμως όταν μιλάμε για ζητήματα που αφορούν τους συμπολίτες μας με προβλήματα υγείας, όλοι οφείλουμε να έχουμε μια πιο σοβαρή και άμεση αντίδραση και αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν.
Πάγιο αίτημα
Η κυβέρνηση υλοποίησε ορθώς ένα πάγιο αίτημα του αναπηρικού κινήματος, όμως με την αβλεψία της και τους δέκα μήνες που έκανε να διορθώσει την κατάσταση και να πράξει το αυτονόητο, δημιούργησε περισσότερο άγχος και ανασφάλεια σε χιλιάδες συμπολίτες μας που προσπάθησαν να πάρουν αναπηρική σύνταξη και από την άλλη σταμάτησε και πολλούς άλλουςοι οποίοι ήθελαν μεν αλλά όταν κατάλαβαν την γραφειοκρατία που τους περιμένει και το ρίσκο που παίρνουν δεν εκκίνησαν καν τις διαδικασίες.
Πλέον με την διορθωτική ρύθμιση του υπουργείου εργασίας άτομα με αναπηρία θα μπορούν να υποβάλλουν και να λαμβάνουν αναπηρική σύνταξη χωρίς να χρειάζεται ο παραλογισμός της διακοπής της εργασίας τους. Η εν λόγω ρύθμιση κινείται προς την σωστή κατεύθυνση και είναι αποτέλεσμα των αγώνων του αναπηρικού κινήματος για την ισότητα.
Απαιτούνται όμως πολλά ακόμα βήματα που θα κάνουν ευνοϊκότερο το πλαίσιο συνταξιοδότησης των ατόμων με αναπηρία και όχι απλά μέτρα που χρυσώνουν το χάπι στα εν λόγω άτομα. Τα ζητήματα δε αυτά δεν πρέπει να αποτελούν αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης από κανέναν απαιτούνται λύσεις και πράξεις. Άλλωστε τώρα που όπως διατυμπανίζει η κυβέρνηση ξεπεράσαμε την κρίση και ανακοινώνει αυξήσεις στις συντάξεις θα πρέπει να επανεξετάσουμε τις προϋποθέσεις συνταξιοδοτικού καθεστώτος των γονέων, κηδεμόνων, αδελφών και συζύγων εργαζόμενων και στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα που αναλαμβάνουν την φροντίδα ατόμων με αναπηρία με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, ανίκανους για άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος ή ανάπηρους.
Οι εν λόγω άνθρωποι μάχονται για το αυτονόητο την κατάργηση των άδικων ρυθμίσεων του ν.4336/2015 και την επαναφορά των ρυθμίσεων του ν.3232/2004 και ν.3996/2011 για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος με την συμπλήρωση 5.500 ημερών εργασίας ή 7.500 ημερών εργασίας και αναλόγως του 50ου έτους, ή 55ου έτους της ηλικίας τους. Οι εν λόγω άνθρωποι μάχονται για το αυτονόητο για την κατάργηση του νόμου Κατρούγκαλου που έπληξε τον πυρήνα των ειδικών διατάξεων αυτών που σκοπό είχαν την θετική διάκριση για τα άτομά με αναπηρία. Τα άτομα με αναπηρία και οι οικογένειές τους έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν μέτρα που εξασφαλίζουν την αυτονομία, την επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας (βλ. άρθρο 21 παρ. 6 του Συντάγματος).
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονταν και οι ειδικές διατάξεις θεμελίωσης γονέων, κηδεμόνων, αδερφών και συζύγων ατόμων με αναπηρία. Ειδική προσοχή δε πρέπει να δοθεί στην προστασία της μονογονεικότητας διότι είναι συνηθισμένο πλέον το φαινόμενο να χωρίζουν ζευγάρια και ο ένας από τους δύο γονείς να μένει μόνος και να επωμίζεται αποκλειστικώς την φροντίδα του ανάπηρου τέκνου, πράγμα που δεν γίνεται να συνυπάρχει με την αναγκαία εργασία του στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα. Αυτοί οι μαχητές της ζωής δικαιούνται ειδικά μέτρα ενίσχυσης της ισότητας όχι μόνο ως προς της προϋποθέσεις συνταξιοδότησης αλλά απαιτείται μια γενικότερη στήριξη τους. Όταν δε η κυβέρνηση τονίζει την ανάπτυξη και την ευημερία και στο ασφαλιστικό πρέπει να το δείξει εμπράκτως αποκαθιστώντας διαγνωσμένες αδικίες του παρελθόντος.
Ο Κώστας Τσουκαλάς είναι Δικηγόρος-Εργατολόγος-Εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ