Δεν μετράει τα χρόνια με τις δεκαετίες όπως οι περισσότεροι, αλλά με δουλειές. Ξεκίνησε με θελήματα σε μαγαζιά. Μετά οικοδομή. Έπειτα στο εργοστάσιο πλαστικών, στα φορτηγά, στα ξενοδοχεία τα καλοκαίρια. Κάθε εποχή είχε μια άλλη δουλειά, καμία εύκολη, όλες όμως με ένα κοινό: «να φέρουμε λεφτά στο σπίτι».
Κι όμως, με όλα αυτά, πήρε σύνταξη στα 67, μειωμένη. «Μου λείπανε κάποια ένσημα. Τα μαύρα δεν μετράνε βλέπεις.» Η φωνή του δεν έχει θυμό, έχει απορία. Σαν να προσπαθεί ακόμα να καταλάβει πού χάθηκαν όλα εκείνα τα χρόνια που «δεν φαίνονται πουθενά».
Σήμερα μένει σ’ ένα μικρό δυάρι, μόνος του. Οι μέρες ξεκινούν νωρίς, όπως πάντα. Παλιά από συνήθεια, τώρα από αϋπνία. Δεν μπορεί να κοιμηθεί εύκολα με τόσες σκέψεις. «Δεν με νοιάζει που δεν ταξιδεύω ή που δεν τρώω έξω. Με νοιάζει που πρέπει να μετράω τα λεφτά για το σούπερ μάρκετ. Και που μου λένε, ακόμα και τώρα: “Κάνε λίγο υπομονή, θα στρώσουν τα πράγματα”.»
Το περίσσευμα
Του περισσεύουν 180 ευρώ τον μήνα, αφού πληρώσει ενοίκιο και φάρμακα. Τίποτα απ’ αυτά δεν είναι πολυτέλεια. Κι όμως, το κράτος, λέει, του φέρεται σαν να είναι ένας αριθμός σ’ ένα λογιστικό φύλλο. Οι ανακοινώσεις για «αύξηση 3% στις συντάξεις» δεν τον αφορούν. «Αυτό είναι 13 ευρώ. Και τα μακαρόνια πήγαν από 80 λεπτά στο 1,40.»
Πιστεύει πως η κοινωνία δεν ξέρει τι σημαίνει να είσαι συνταξιούχος με φτωχό παρελθόν. «Όλοι νομίζουν ότι κάναμε τη ζωή μας, και τώρα απλώς “ξεκουραζόμαστε”. Δεν καταλαβαίνουν ότι κουβαλάμε ακόμα πράγματα. Και όχι μόνο στη μέση ή στα γόνατα — αλλά μέσα μας.»
Και στο τέλος της κουβέντας, είπε κάτι σχεδόν ψιθυριστά: «Δούλεψα μια ζωή. Αλλά αυτό που θέλω τώρα, είναι να μην νιώθω ότι είμαι ξεχασμένος».