Του Αλέξη Π. Μητρόπουλου
Με μια γνωμοδότηση-«σταθμό», το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους αποφάνθηκε ότι οι εργαζόμενοι με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου (ΣΟΧ), ακόμη και όταν εργάζονται βάσει απόφασης προσωρινής διαταγής Πρωτοδικείου, δικαιούνται όλες τις αυξήσεις που λαμβάνουν και οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, συμπεριλαμβανομένων των ωριμάνσεων και της οικογενειακής παροχής των άρθρων 20 και 21 του ν. 5045/2023 (ΦΕΚ Α 136) περί ενίσχυσης του εισοδήματος.
Συνεπώς οι εργαζόμενοι με σύμβαση ορισμένου χρόνου δικαιούνται όλες τις αυξήσεις που δικαιούνται και οι μόνιμοι συνάδελφοί τους, καθώς και την πρόσφατη μηνιαία αύξηση ύψους 30 ευρώ (από 1-4-2025), σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 5163/2024 (ΦΕΚ Α 199) και τη σχετική Εγκύκλιο 3/2025 του Υπουργείου Οικονομικών (βλ. και την ανάλυσή μας στο προηγούμενο φύλλο της «Εφημερίδας των συνταξιούχων 60+»).
Ι. Πώς ξεκίνησε η υπόθεση. Ποιό ερώτημα τέθηκε από την κυβέρνηση στο ΝΣΚ
Η υπόθεση ξεκίνησε με το υπ’ αριθ. πρωτ. οικ.2/47544/ΔΕΠ/12-4-2024 έγγραφο ερώτημα της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικής Πολιτικής και Προϋπολογισμού του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.
Με το ανωτέρω έγγραφο το ΝΣΚ κλήθηκε να απαντήσει εάν δημοτικός υπάλληλος, που είχε προσληφθεί με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου (ΣΟΧ) και ο οποίος συνέχιζε να παρέχει τις υπηρεσίες του και μετά τη λήξη της σύμβασης εργασίας του βάσει απόφασης επί αίτησης προσωρινής διαταγής στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο, δικαιούται αναπροσαρμογή του βασικού του μισθού και επανακαθορισμό της οικογενειακής παροχής που λάμβανε, σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21 του ν. 5045/2023 «Ενίσχυση του εισοδήματος των μισθωτών, των νέων, της οικογένειας και της εργασίας. Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις».
Με άλλα λόγια, το ΝΣΚ κλήθηκε να γνωμοδοτήσει εάν οι συμβασιούχοι (ακόμη και αν εργάζονται βάσει προσωρινής διαταγής Πρωτοδικείου) αντιμετωπίζονται μισθολογικά όπως και οι μόνιμοι συνάδελφοί τους, με όλες δηλαδή τις αυξήσεις και προσαυξήσεις του μισθού και των παρελκόμενων επιδομάτων.
ΙΙ. Το ιστορικό τής υπόθεσης
Ο δημοτικός υπάλληλος, για τον οποίο τέθηκε το ερώτημα, είχε υπογράψει σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου μέχρι 31-12-2023. Όμως συνέχιζε να εργάζεται στον Δήμο (ΝΠΔΔ) μέχρι 28-2-2024 σύμφωνα με προσωρινή διαταγή του αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου, η οποία επί λέξει ανέφερε ότι: «Υποχρεώνει τον Δήμο … να απασχολεί τον αιτούντα … σε θέση ανάλογη …., καταβάλλοντάς του ταυτόχρονα τις νόμιμες αποδοχές του». Στο μεταξύ, την 1-1-2024 οι βασικοί μισθοί των μισθολογικών κλιμακίων και η οικογενειακή παροχή αναπροσαρμόστηκαν.
Ο Δήμος υπέβαλε ερώτημα αν, για το χρονικό διάστημα των δύο (2) μηνών (Ιανουάριος-Φεβρουάριος) που απασχόλησε τον ανωτέρω υπάλληλο, έπρεπε να του καταβάλει τις νέες αυξημένες αποδοχές και τα νέα επιδόματα, σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21 του ν. 5045/2023 σε συνδυασμό και με το περιεχόμενο της προσωρινής διαταγής Πρωτοδικείου βάσει της οποίας συνέχισε να εργάζεται και μετά τη λήξη της σύμβασής του στις 31-12-2023, ή όχι.
Αρχικά η ερωτώσα Υπηρεσία απέστειλε στον Δήμο το υπ’ αριθ. 2/13620/ΔΕΠ/5-3-2024 έγγραφο με το οποίο απαντούσε ότι ο χρόνος απασχόλησης του εργαζομένου που επιβάλλεται στον εργοδότη με προσωρινή διαταγή Πρωτοδικείου, «δεν αποτελεί συμβατικό χρόνο» και ότι ο Δήμος οφείλει, αποδεχόμενος την εργασία τού συγκεκριμένου υπαλλήλου βάσει προσωρινής διαταγής Πρωτοδικείου, να του καταβάλλει τις συμφωνημένες αποδοχές, δηλαδή αυτές που είχαν υπογραφεί στη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς τις αυξήσεις του ν. 5045/2023 και χωρίς μισθολογική εξέλιξη σύμφωνα με τον ν. 4354/2015. Ειδικότερα στην 4η παράγραφο ανέφερε ότι: «Επιπλέον οι υπάλληλοι των οποίων η σύμβαση εργασίας έληξε και απασχολούνται δυνάμει προσωρινής διαταγής, δεν εξελίσσονται μισθολογικά σύμφωνα με τον ν. 4354/2015 ούτε είναι δικαιούχοι των αυξήσεων του ν. 5045/2023, διότι η απασχόλησή τους κατά το διάστημα αυτό δεν στηρίζεται στη σύμβαση εργασίας.».
Ακολούθησε όμως και δεύτερο έγγραφο προς τον Δήμο (αριθ. πρωτ. οικ.2/48026/12-4-2026), με το οποίο ανακλήθηκε η ανωτέρω σκέψη της 4ης παραγράφου. Πιο συγκεκριμένα, στο νεώτερο αυτό έγγραφο αναφέρεται ότι οι ανωτέρω υπάλληλοι (εργαζόμενοι με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου που εξακολουθούν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε εκτέλεση προσωρινής διαταγής Πρωτοδικείου) δεν λαμβάνουν την ανωτέρω μισθολογική εξέλιξη, εφόσον όμως το σχετικό δικαίωμα προκύψει μετά τη λύση της σύμβασής τους.
Αναφορικά με τον συγκεκριμένο δημοτικό υπάλληλο, η κατάληξη ήταν ότι απολύθηκε από τον Δήμο μετά την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων που ήταν απορριπτική γι’ αυτόν.
ΙΙΙ. Τί γνωμοδότησε το ΝΣΚ
Με την υπ’ αριθ. 96/2024 το Α’ Τμήμα του ΝΣΚ αποφάνθηκε τα εξής:
α) Η προσωρινή διαταγή είναι τίτλος εκτελεστός και δημιουργεί υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης
Σύμφωνα με τη Γνωμοδότηση 96/2024 και βάσει των διατάξεων του ΚΠολΔ που παρατίθενται σ’ αυτήν, η προσωρινή διαταγή είναι δικαστική επιταγή που καθορίζει τα ασφαλιστικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν αμέσως προκειμένου να ρυθμιστεί προσωρινά μία εργασιακή κατάσταση. Η προσωρινή διαταγή ισχύει μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, η οποία όμως (αίτηση) πρέπει να συζητηθεί μέσα σε 30 ημέρες από την έκδοση της προσωρινής διαταγής.
Κατά την επικρατούσα νομολογιακή κρίση, η προσωρινή διαταγή δεν είναι δικαστική απόφαση, ούτε παράγει δεδικασμένο, ωστόσο είναι εκτελεστός τίτλος (άρθρο 904 παρ.2 περ.ζ ΚΠολΔ) που η Διοίκηση υποχρεούται να εφαρμόσει. Η συμμόρφωση της Διοίκησης με την προσωρινή διαταγή ανάγεται δηλαδή στη σφαίρα του δικονομικού δικαίου ενώ η άρνηση συμμόρφωσης είναι αντισυνταγματική (άρθρο 95 Συντ, και άρθρο 6 της ΕΣΔΑ).
Με την προσωρινή διαταγή Πρωτοδικείου, όπως και με την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, δεν τέμνεται η διαφορά ούτε βεβαιώνεται αναμφισβήτητα η ύπαρξη της απαίτησης αλλά ρυθμίζεται η κατάσταση προσωρινά. Το δικαίωμα δεν ικανοποιείται πλήρως αλλά εξασφαλίζεται και διατηρείται για μικρό χρονικό διάστημα, μέχρι την έκδοση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων.
Συνεπώς, σύμφωνα με την 96/2024 Γνωμοδότηση του ΝΣΚ, σε περίπτωση προσωρινής διαταγής Πρωτοδικείου με την οποία κάποιο ΝΠΔΔ (εν προκειμένω ο Δήμος) υποχρεούται να αποδέχεται την εργασία εργαζομένου, το Ελεγκτικό Συνέδριο -κατά τον οικονομικό έλεγχο που διενεργεί- υποχρεούται να θεωρήσει το σχετικό χρηματικό ένταλμα περί της μισθοδοσίας τού υπαλλήλου αφού και αυτό υποχρεούται να συμμορφωθεί με την προσωρινή διαταγή Πρωτοδικείου, χωρίς να είναι αρμόδιο φυσικά να κρίνει τη νομιμότητα και τη βασιμότητα των λόγων που οδήγησαν σ’ αυτή. Επίσης αποσαφηνίζεται ότι η (υποχρεωτική) αποδοχή της εργασίας του υπαλλήλου συνεπιφέρει και την καταβολή των νόμιμων αποδοχών του για όσο χρονικό διάστημα αυτή παρέχεται σε εκτέλεση της προσωρινής διαταγής Πρωτοδικείου.
Σύμφωνα με τη σκέψη 16 της 96/2024 Γνωμοδότησης του ΝΣΚ, όταν ο δικαστής διατάσσει εργοδότη με προσωρινή διαταγή ή με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων να αποδέχεται προσωρινά τις υπηρεσίες συμβασιούχου υπαλλήλου και μετά τη λήξη της σύμβασής του, το κύριο ζήτημα είναι η ύπαρξη δικονομικού δικαιώματος του συμβασιούχου να ζητήσει προσωρινή προστασία από τη δυσμενή κατάσταση στην οποία επήλθε από τη λύση της σύμβασής του.
Επομένως, το κινδυνεύον δικαίωμα του συμβασιούχου δεν είναι το δικαίωμά του να εργάζεται επ’ αόριστο χρόνο (το οποίο είναι αντικείμενο κύριας δίκης επί της αγωγής) αλλά το δικαίωμα να διατηρήσει την διακοπείσα (λόγω λύσης) εργασία και μισθοδοσία του προσωρινά. Ως άμεσο και προσωρινό μέτρο ρύθμισης της κατάστασης εκδίδεται από το Πρωτοδικείο η προσωρινή διαταγή, τίθεται σε προσωρινή λειτουργία η εριζόμενη έννομη σχέση και «αποτρέπεται η απονέκρωσή της, η οποία ενέχει τον κίνδυνο αμετάκλητων αποφάσεων σε βάρος του εργαζόμενου».
β) Οι συμβασιούχοι δικαιούνται αναπροσαρμογή βασικού μισθού και αύξηση οικογενειακής παροχής όπως και οι μόνιμοι υπάλληλοι
Στη συνέχεια η πλειοψηφία των δικαστών του Α’ Τμήματος του ΝΣΚ ορίζουν ποιές ακριβώς αυξήσεις δικαιούνται οι συμβασιούχοι του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ κ.λπ. που απασχολούν εργαζομένους βάσει προσωρινής διαταγής Πρωτοδικείου. Συγκεκριμένα στη σκέψη 18 η Γνωμοδότηση αναφέρει τα εξής:
Η διάταξη του άρθρου 20 του ν. 5045/2023 αποσκοπεί στη διασφάλιση των αποδοχών του προσωπικού του δημόσιου τομέα και απαγορεύει ρητά τον συμψηφισμό τυχόν προσωπικής διαφοράς που έχει ο υπάλληλος στις 31-12-2023 με τις προσαυξήσεις αποδοχών τους που οφείλονται στην αναπροσαρμογή των βασικών μισθών του άρθρου 20 και στον επανακαθορισμό της οικογενειακής παροχής του άρθρου 21.
Συνεπώς οι σχετικές αυξήσεις έχουν οριζόντιο χαρακτήρα και αφορούν στο σύνολο του προσωπικού του δημόσιου τομέα, στον οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι απασχολούμενοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν είναι ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Οι προσαυξήσεις των άρθρων 20 και 21 του ν. 5045/2023, που αφορούν όλους τους εργαζομένους στον δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβάνονται στην έννοια των νόμιμων αποδοχών που καταβάλλονται από 1-1-2024 και διέπουν και όσους εργάζονται εξωσυμβατικά πλην όμως νομίμως βάσει δικαστικής προσωρινής διαταγής ή απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, στα πλαίσια υποχρεωτικής συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τούτο, όπως προαναφέρθηκε.
IV. Τί υποστήριξε η μειοψηφία
Η υπ’ αριθ. 96/2024 Γνωμοδότηση του ΝΣΚ συντάχθηκε με πλειοψηφία επτά (7) δικαστών. Μειοψήφησε μία (1) δικαστής που είχε τη γνώμη ότι οι απασχολούμενοι με ΣΟΧ που, βάσει προσωρινής διαταγής, συνεχίζουν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους, δεν δικαιούνται τον αντίστοιχο μισθό των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων. Ειδικότερα υποστήριξε ότι:
Ο χρόνος απασχόλησης του εργαζομένου μετά τη λήξη σύμβασης, που επιβάλλεται με προσωρινή διαταγή, δεν αποτελεί χρόνο εκτέλεσης της σύμβασης δυνάμει των συμφωνηθέντων σ’ αυτήν. Πριν την τελεσίδικη κρίση αναγνώρισης συμβάσεων ορισμένου χρόνου ως αορίστου, το χρονικό διάστημα της απασχόλησης δυνάμει προσωρινής διαταγής Πρωτοδικείου δεν έχει ως έρεισμα τη σύμβαση εργασίας κι επομένως δεν αποτελεί συμβατικό χρόνο.
Συνεπώς, σύμφωνα με τη δικαστή του ΝΣΚ που μειοψήφησε, η δέσμευση από προσωρινή διαταγή, με την οποία το Δημόσιο, ΝΠΔΔ κ.λπ., ως εργοδότες, υποχρεούνται να αποδέχονται υπηρεσίες εργαζομένου και να του καταβάλλουν τον αντίστοιχο μισθό, υποκρύπτει πιθανολόγηση για τη σύμβασή του ως αορίστου χρόνου και γι’ αυτό δεν πρέπει να επεκτείνεται στο μισθολογικό και ασφαλιστικό καθεστώς τού εργαζομένου.
Επομένως, αφού η σύμβαση του υπαλλήλου είχε ήδη λήξει την 1-1-2024 (που άρχισαν να ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 20 και 21 του ν. 5045/2023), ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει τις αποδοχές που ελάμβανε κατά τον χρόνο λύσης της σύμβασης, δηλαδή στις 31-12-2023, χωρίς τις αυξήσεις και προσαυξήσεις των ανωτέρω άρθρων του ν. 5045/2023.
V. Δεσμευτική η Γνωμοδότηση του ΝΣΚ για την κυβέρνηση, που οφείλει άμεσα να την εφαρμόσει
Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, με τη Γνωμοδότησή του το ΝΣΚ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο δημοτικός υπάλληλος που, ενώ η σύμβαση εργασίας του ορισμένου χρόνου έληξε πριν την 31-12-2023, αυτός συνέχισε να εργάζεται δυνάμει προσωρινής διαταγής Πρωτοδικείου, δικαιούται να λάβει από 1-1-2024 και για όσο χρονικό διάστημα ισχύει η προσωρινή διαταγή, όλες τις προβλεπόμενες προσαυξήσεις στις αποδοχές του που προβλέπουν τα άρθρα 20 και 21 του ν. 5045/2023, ήτοι τις ωριμάνσεις και την οικογενειακή παροχή.
Αυτονόητο είναι ότι όλοι οι συμβασιούχοι που απασχολούνται στο Δημόσιο, τα ΝΠΔΔ, τους ΟΤΑ κ.λπ., ακόμη και δυνάμει προσωρινής διαταγής Πρωτοδικείου ή απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, θα λάβουν από 1-4-2025 τη νέα αύξηση των 30 ευρώ μεικτά (σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 5163/2024 και με την πρόσφατη υπ’ αριθ. πρωτ. οικ.2/34037/ΔΕΠ/1-4-2025 Εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών), όπως και οι μόνιμοι συνάδελφοί τους, όπως αναλύσαμε στο προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας (φύλλο 170).Επίσης δικαιούνται να λαμβάνουν και κάθε αύξηση που θα δοθεί στο μέλλον, προσαύξηση, ωρίμανση και όλα τα επιδόματα-παροχές που προβλέπονται και για το μόνιμο προσωπικό τού Δημοσίου.
Η υπ’ αριθ. 96/2024 Γνωμοδότηση του ΝΣΚ βρίσκεται εδώ και 5 μήνες στο Υπουργείο Οικονομικών και πρέπει να γίνει άμεσα αποδεκτή. Το Υπουργείο οφείλει να εκδώσει σχετική Εγκύκλιο βάσει της Γνωμοδότησης που προφανώς απασχολεί και άλλα νομικά πρόσωπα, προκειμένου όλοι οι συμβασιούχοι να μισθοδοτούνται τακτικά και νόμιμα, όπως οι μόνιμοι συνάδελφοί τους.
Ο Αλέξης Π. Μητρόπουλος είναι Καθηγητής Πανεπιστημίου-Πρόεδρος ΕΝΥΠΕΚΚ