• Τι αναφέρει η εγκύκλιος του υπουργείου Οικονομικών προς τα υπουργεία που καλούνται να παρουσιάσουν τις προτάσεις τους
«Ραμμένος» πάνω στους νέους δημοσιονομικούς κανόνες θα είναι ο προϋπολογισμός του 2025. Το στίγμα δίνει η εγκύκλιος του υφυπουργού Οικονομικών Θάνου Πετραλιά για την κατάρτιση του νέου προϋπολογισμού που εστάλη στα υπουργεία, τα οποία καλούνται να παρουσιάσουν τις προτάσεις τους το αργότερο μέχρι την 31η Ιουλίου 2024 και με βασικό «πλοηγό» τούς νέους κανόνες της Κομισιόν.
Με την εγκύκλιο δίνονται κατευθύνσεις για τις εκτιμήσεις και τις προβλέψεις των εσόδων και των δαπανών τόσο για το έτος 2025 αλλά και για τα επόμενα χρόνια με στόχο την ακριβέστερη προσέγγιση του τελικού δημοσιονομικού αποτελέσματος καθώς θα αποτελέσουν τη βάση για την κατάρτιση του νέου Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος της περιόδου 2025 – 2028, το οποίο θα σταλεί έως τις 20 Σεπτεμβρίου στις Βρυξέλλες. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην ευρωπαϊκή ντιρεκτίβα για τη διασφάλιση της καθοδικής πορείας του χρέους με επιτάχυνση της ανάπτυξης από νέες μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις με προτεραιότητα στην πρόληψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Οι κρατικές πρωτογενείς δαπάνες αποτελούν πλέον το βασικό εργαλείο δημοσιονομικής πειθαρχίας, καθώς δεν θα μπορούν να αυξηθούν περισσότερο από το όριο του 3%, βάζοντας σε δεύτερη… μοίρα τα πρωτογενή πλεονάσματα, για τα οποία, έτσι κι αλλιώς η Ελλάδα, έχει την υποχρέωση να υπηρετεί τον στόχο του 2,1% για τα επόμενα χρόνια.
Αύξηση 3% στις πρωτογενείς δαπάνες
Σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών «οι στόχοι καθαρών πρωτογενών δαπανών που εστάλησαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Ελλάδα με βάση το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο προβλέπουν μέγιστη επιτρεπόμενη ετήσια αύξηση καθαρών πρωτογενών δαπανών στην περιοχή του 3% (κατά μέσο όρο) ετησίως για την περίοδο 2025 – 2028». Να σημειωθεί ότι ο αντίστοιχος στόχος για το 2024 ήταν 2,6%.
Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Bruegel, Γέρομιν Ζετελμάγερ, ανέφερε ότι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να προσαρμοστεί στους νέους κανόνες προσθέτοντας χαρακτηριστικά ότι «η προσαρμογή θα είναι μικρή, 0,03-0,05% του ΑΕΠ, διότι έχει ήδη ένα αρκετά μεγάλο πλεόνασμα». Σε κάθε περίπτωση, οι στόχοι επίτευξης καθαρών πρωτογενών δαπανών θα οριστικοποιηθούν ύστερα από τεχνικό διάλογο με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θα ενσωματωθούν στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό – Διαρθρωτικό Πρόγραμμα που θα κατατεθεί το φθινόπωρο από την Ελλάδα στην Επιτροπή.
Αρμόδια στελέχη εξηγούν ότι συνολικά, οι παραπάνω στόχοι είναι συμβατοί με τον σχεδιασμό της δημοσιονομικής πολιτικής για τα επόμενα έτη και αντανακλούν τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτύχει η Ελλάδα στο σύνολο των μεταβλητών εκείνων που καθορίζουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους: είναι χαρακτηριστικό πως το διάστημα που ακολούθησε το ξέσπασμα της πανδημίας (δηλαδή την τριετία 2021 – 2023) ο λόγος χρέους ως προς ΑΕΠ στην Ελλάδα παρουσίασε μείωση. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα έχει επιστρέψει σε υγιές πρωτογενές πλεόνασμα, έχει ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα μειώνοντας έτσι σημαντικά το κόστος δημόσιου δανεισμού και παρουσιάζει ρυθμό ανάπτυξης σημαντικά υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Προβλέψεις
Για τα φορολογικά έσοδα, οι υπηρεσίες της ΑΑΔΕ θα πρέπει να προβούν σε προβλέψεις για τις διάφορες κατηγορίες από τους φόρους που εισπράττονται ενώ τονίζεται η ανάγκη ενός εξειδικευμένου «κρας τεστ» για τις αποδόσεις των νομοθετικών παρεμβάσεων στο πλαίσιο των 11 διαφορετικών δράσεων για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής (τεκμαρτό εισόδημα ελεύθερων επαγγελματιών, myData στις δαπάνες, προσυμπληρωμένες δηλώσεις ΦΠΑ, υποχρεωτικό POS και διασύνδεση με ταμειακές μηχανές, απαγόρευση χρήσης μετρητών για αγορά ακινήτων, μέτρα για το λαθρεμπόριο, κ.ά.) καθώς στόχος είναι να αποφέρουν επιπλέον έσοδα ύψους 2,5 δισ. ευρώ ετησίως που θα ανοίξουν τον δρόμο σε νέες μειώσεις φόρων.
«Εφόσον υπάρχει πληροφόρηση για επικαιροποιημένες αποδόσεις των παρεμβάσεων αυτών, προσαρμόζονται αντίστοιχα οι εκτιμήσεις των ταμειακών εσόδων. Σε περίπτωση που διαπιστώνεται απόκλιση της απόδοσης συγκεκριμένης παρέμβασης από την αρχικώς εκτιμηθείσα, παρακαλούνται οι αρμόδιοι φορείς να παρέχουν επαρκή αιτιολόγηση (π.χ. καθυστέρηση στην έκδοση κανονιστικών πράξεων απαραίτητων για την εφαρμογή του μέτρου, μεταβολή της βάσης υπολογισμού κ.λπ.), αναφέρει η εγκύκλιος Πετραλιά.
Τα μέτρα στήριξης. Στην κατάρτιση του προσχεδίου του προϋπολογισμού θα ληφθούν υπόψη και οι παρεμβάσεις κοινωνικής πολιτικής ύψους 880 εκατ. ευρώ για τις οποίες έχει δεσμευθεί η κυβέρνηση, όπως:
• Τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,5%, κόστους 225 εκατ. ευρώ.
• Τη μείωση, ουσιαστικά κατάργηση, του τέλους επιτηδεύματος για τους επαγγελματίες, κόστους 120 εκατ. ευρώ.
• Τη μόνιμη επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στους αγρότες, κόστους 100 εκατ. ευρώ.
• Την αύξηση του φοιτητικού στεγαστικού επιδόματος κόστους 15 εκατ. ευρώ.
• Την αύξηση των συντάξεων, η οποία με βάση το γνωστό μαθηματικό τύπο, εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί περίπου στα 400 εκατ. ευρώ.
• Την αναστολή του ΦΠΑ στις οικοδομές, κόστους 20 εκατ. ευρώ.