- Από τον διονυσιασμό στα ξόανα και τα άρματα του καρνάβαλου
«Ο καβαλιέρος με το μουστάκι γελούσε… Ξαφνικά την έπιασε από τη μέση, την έσφιξε με δύναμη και είπε προσταχτικά:
-Βγάλε τη μάσκα σου…
Η Αγαθή πέρασε το χέρι της στ΄ αυτιά και την κατέβασε αργά αργά. Κι εκείνος είχε ζυγώσει το στόμα του στο δικό της. Και πάλι ξαφνικά, την κοίταξε, σούφρωσε τα φρύδια, έκανε μονάχα “α!” τραβήχτηκε και ξαναείπε ήρεμα:
-Καλά! Φόρα τη πάλι…»
Ο μυστακοφόρος καβαλιέρος, ψιλός, λιγνός, την είδε λυγερόκορμη και φαντάστηκε ένα ταιριαστό πρόσωπο πίσω από την αποκριάτικη μάσκα της. Την πλησίασε και της ζήτησε να στροβιλιστούν στους ήχους ενός παλιού βαλς, «από κείνα που θυμίζουνε καμπάνες εσπερινού», αλλά όταν αντίκρισε το ζαρωμένο, κακοφτιαγμένο πρόσωπο της μεγαλοκοπέλας πίσω από τη μάσκα, ομολόγησε απερίφραστα ότι την προτιμούσε μασκαρεμένη…
Στο ευθυμογράφημά του με τίτλο «Η Μάσκα» ο Νίκος Τσιφόρος περιγράφει την απεγνωσμένη απόπειρα της ξεχασμένης στο … ράφι Αγαθής, που «μύριζε ναφθαλίνη και κρεμμυδάκι τσιγαριστό», να ψαρέψει γαμπρό από τη δεξαμενή ενός αποκριάτικου πάρτι στη μεταπολεμική Αθήνα. Αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο, η ασφάλεια που της παρείχε η αποκριάτικη μάσκα δεν θα διαρκούσε ισοβίως…
Η αλήθεια είναι ότι από τις μαζώξεις των μασκαράδων, που αφθονούσαν εκείνη την εποχή τις μέρες της Αποκριάς, δεν ήταν και λίγοι οι νέοι και οι… λιγότερο νέοι που έβγαιναν ζευγαρωμένοι. Οι τρόποι συγχρωτισμού ανθρώπων, άγνωστων μεταξύ τους, ήταν λιγοστοί κι αν εξαιρέσει κάποιος το κλασικό νυφοπάζαρο των Κυριακών, που σηματοδοτούσε την έναρξη ενός ενδεχόμενου φλερτ με αργή όμως εξέλιξη, τα πάρτι και δη τα αποκριάτικα αποτελούσαν πολύτιμα πεδία γρήγορων γνωριμιών, υπό τη γοητευτική μάλιστα αχλή του μασκαρεμένου, που μπορεί να έκρυβε διαμάντι, μπορεί να έκρυβε και τσίγκο…
ΜΑΣΚΑ: ΤΟ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ ΑΞΕΣΟΥΑΡ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ…
Ο μύθος που θέλει την Αποκριά δεμένη με τον θεό Διόνυσο είναι εξαιρετικά γοητευτικός. Όσο, δε, κι αν παραπέμπει σε χαρά, έκρυθμα ξεφαντώματα και ασυγκράτητες κρασοκατανύξεις, στην πραγματικότητα, κρύβει τη θλίψη και την απέλπιδα προσπάθεια ενός θεού να αποκαλύψει την ουσιαστική του ταυτότητα. Βλέπεις οι θεοί δεν αδικούσαν μόνον ανθρώπους, αλλά και θεούς…
Η ιστορία, λοιπόν, της προέλευσης της αποκριάς, έχει ως εξής: Ο Θεός Διόνυσος γεννήθηκε δύο φορές. Την πρώτη από τη θνητή Σεμέλη, ως καρπός της συνεύρεσής της με τον θεό Δία. Αλλά η ανόητη γυναίκα ζήτησε να θαυμάσει τον παντοδύναμό εραστή της σε όλο το εύρος του μεγαλείου του κι εκείνος της έστειλε έναν κεραυνό και την έκαψε. Πήρε τότε ο Δίας το βρέφος και το έραψε στον μηρό του, απ΄ όπου ο Διόνυσος γεννήθηκε για δεύτερη φορά με εξολοκλήρου θεϊκή υπόσταση, μπαίνοντας, ωστόσο, στο στόχαστρο της Ήρας, που δεν προλάβαινε να μετράει τις μπερμπαντιές του Δία. Κυνηγημένος, λοιπόν, ο Διόνυσος και υπό τη φροντίδα της θείας του (Ινώ), της αδελφής της Σεμέλης, διέτρεξε Ελλάδα και Ανατολή κι όταν κάποτε θέλησε να επιστρέψει στον τόπο του έγινε δεκτός ως ξένος, σε μία στρεβλή απόδοση του πραγματικού λόγου για τον οποίο είχε γεννηθεί: φορώντας μάσκα και ρίχνοντας σε έκσταση όσους τον συναντούσαν -κατά τη διάρκεια της λατρείας, που απευθυνόταν στη θεϊκή του φύση- προσπαθούσε να αποκαλύψει τον άλλο εαυτό του, τον ξένο, που έκρυβε μέσα του (σε μία αντιστοιχία, ίσως της εσωτερικής διαδρομής του καθενός μας). Έτσι, ο Διόνυσος εξαφάνιζε τα σύνορα, ενσάρκωνε τα αντίθετα και καταργούσε τις κατηγορίες «άνδρας- γυναίκα» (συχνά εμφανίζεται με τη γυναικεία φύση του, φορώντας πέπλο), ή «άνθρωπος-ζώο» (εξ αυτού, η ακολουθία του αποτελείται από τραγοπόδαρους Σατύρους και συχνά έτσι απεικονίζεται και ο ίδιος), ή και «ζωντανός-νεκρός» (τα Ανθεστήρια, που κατά κανόνα είναι αφιερωμένα στον Διόνυσο, είναι η γιορτή κατά την οποία οι νεκροί αναμειγνύονται με τους ζωντανούς) και ασφαλώς «ελεύθερος πολίτης-σκλάβος» (στις δικές του γιορτές συμμετέχουν άπαντες).
Στην αρχαία Αθήνα, ο θεός γιορταζόταν υπό τη σκιά των στύλων του Ολυμπίου Διός, με κρεοφαγία (σφάγια προερχόμενα από θυσίες στον θεό) και υπερκατανάλωση, τις περισσότερες φορές ανέρωτου οίνου. Τα μέλη του κώμου, δηλαδή η ακολουθία των ανδρών, έπιναν άφθονο κρασί και χόρευαν στους ήχους του αυλού και της βαρβίτου (έγχορδο όργανο, παραλλαγή της λύρας). Οι δε Μαινάδες, οι υμνήτριες του Διόνυσου, που κρατούσαν θύρσο (ευθύγραμμο ραβδί με φουντωτό άνθος κισσού και αμπέλου στην κορυφή) και κανθάρους (σπονδικά κύπελλα) εμφανίζονταν άλλοτε σοβαρές και συνετές και άλλοτε παραδομένες σε παραλήρημα.
Ο διονυσιασμός ταξίδεψε ανά τους αιώνες συντηρώντας τους πολλούς και διαφορετικούς μύθους τού -έτσι κι αλλιώς ποικιλοτρόπως- ενδεδυμένου θεού, που κληροδότησε ως βασικό αξεσουάρ του γιορτασμού του τη μάσκα. Ώσπου συναντήθηκε με τη χριστιανική παράδοση και αναβαπτίσθηκε ως Αποκριά, δηλαδή θορυβώδης… διακήρυξη αποχής από το κρέας στο άνοιγμα της Σαρακοστής. Αλλά ακόμη κι αν αυτή η αποχή στοχεύει στον καθαρμό του σώματος ενόψει Πάσχα, δεν πιστώνεται αποκλειστικά στη Χριστιανοσύνη. Αρκετοί λαογράφοι βρίσκουν σύνδεση με τις θυσίες των διονυσιακών γιορτών.
Η «θυσιαστική μαγειρική», κατά την αρχαιότητα, επέβαλε πρώτα το ψήσιμο του σφαγίου στο πυρ του βωμού, προκειμένου αυτό να απαλλαχθεί από κάθε μιαρό φορτίο, και ακολούθως τον βρασμό του και διαμοιρασμό του στους πολίτες. Στην περίπτωση του Διονύσου, όμως, ο (άλλος) μύθος θέλει τους Τιτάνες να παγιδεύουν, να συλλαμβάνουν τον Θεό και ακολούθως, να πρώτα να βράζουν τα μέλη του κι ύστερα να τα ψήνουν πριν τα καταβροχθίσουν. Το μόνο όργανο που γλιτώνει από τη βουλιμία των Τιτάνων είναι η καρδιά, την οποία σπεύδει να μαζέψει ο Απόλλων και από αυτήν να δημιουργήσει το ανθρώπινο είδος. Μέσω ενός εγκλήματος, η πράξη των Τιτάνων -που επιπλέον δεν φρόντισαν να απαλλάξουν το κρέας από το μιαρό φορτίο του- σφραγίζει μία θυσιαστική διαδικασία με το στίγμα του φόνου. Ο μύθος στέλνει τους Τιτάνες στο πυρ το εξώτερον… Ως εκ τούτου, με την καταδίκη τους, καταδικάζεται και κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά που στοχεύει στη θανάτωση ζώων προκειμένου να τραφούν άλλα όντα.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΟΝΥΣΙΑΣΜΟ ΣΤΟ ΓΑΪΤΑΝΑΚΙ
Οι πηγές αναφέρουν πως ο χώρος των στύλων του Ολυμπίου Διός συνδέθηκε με τον εορτασμό της έναρξης της Σαρακοστής έως και τη λήξη του β΄ παγκοσμίου πολέμου. Ίσως χάριν της μεγάλης αγκαλιάς του που έκλεινε πλήθος γλεντοκόπων στην Αθήνα, η οποία οικοδομείτο με αργούς ρυθμούς, ίσως πάλι να έφταιγε και ο αόρατος μίτος, που τον κρατούσε δεμένο με κείνες τις πολύ μακρινές διονυσιακές γιορτές.
Σε επιστολή με ημερομηνία 25 Φεβρουαρίου 1839 προς τον πατέρα της, Παύλο Φρειδερίκο Αύγουστο του Ολδεμβούργου, η βασίλισσα Αμαλία, περιγράφει από την Αθήνα: «… Την άλλη μέρα άρχισε η ελληνική νηστεία. Είναι έθιμο αυτή την ημέρα όλοι να βγαίνουν έξω, να πηγαίνουν στον ναό του Ολυμπίου Διός και να κάθονται στην εξοχή, άλλοι κάτω από τους κίονες και άλλοι στα χωράφια και στους λόφους και να τρώνε νηστίσιμα φαγητά τραγουδώντας και χορεύοντας. Βγήκαμε κι εμείς εκεί έξω έφιπποι και οι άνθρωποι ήταν απερίγραπτα εγκάρδιοι. Ένας άνδρας έφερε στον Όθωνα μία ξύλινη κανάτα με κρασί να πιει».
Οι πολίτες, λοιπόν, εδώ υποδέχονταν τις Απόκριες για κοντά έναν αιώνα. Τρωγόπιναν, χόρευαν, χαίρονταν. Μόνο ο ήρωας του Τερζάκη στη «Μενεξεδένια πολιτεία» του θα αγανακτούσε αργότερα «με όλο αυτό το πανηγύρι, τη φαιδρή και ανόητη όψη των ανθρώπων, που διασκεδάζουν» βαδίζοντας προς την περίοδο των παθών του Χριστού…
Μετά τον αγώνα της Ανεξαρτησίας, το 1821, η Αθήνα δεν μετρούσε περισσότερους από 5.000 ανθρώπους. Το 1834, όταν ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα ο αριθμός των κατοίκων της είχε διπλασιαστεί και έβαινε αυξανόμενος. Ξένοι κι Έλληνες της διασποράς, Φαναριώτες, αριστοκράτες του Όθωνα, οικογένειες των αγωνιστών του ΄21 βρέθηκαν να συνυπάρχουν σε μία πόλη που πάλευε να στήσει τις βασικές υποδομές της.
Την Αποκριά, που γλύκαινε ο καιρός, η «ανώτερη τάξη» διασκέδαζε στις γιορτές που οργάνωνε το Παλάτι στις μεγάλες αίθουσές του, αλλά οι «πληβείοι» ξεχύνονταν στο ύπαιθρο χορεύοντας και τραγουδώντας. Ακόμα κι αυτοί της μεσαίας τάξης, που δέχονταν στα σπίτια τους μασκαράδες και τους κερνούσαν ρετσίνα και καμία φορά ξηρούς καρπούς και πίτες, έβγαιναν έξω και συγχρωτίζονταν με το ξεσαλωμένο πλήθος.
Υπό την επιρροή των Οθωμανών ακόμη, εκείνοι που ετοιμάζονταν για την αποκριάτικη έξοδό τους έφτιαχναν στολές εμπνευσμένες από την αρχαιοελληνική παράδοση και την καθημερινή ζωή. Ντύνονταν τομάρια ζώων, φουστανέλες και αυτοσχέδια πανωφόρια, βάφονταν με καρβουνόσκονη και έκρυβαν τα πρόσωπά τους πίσω από συνήθως φοβιστικές χειροποίητες μάσκες.
Σε άλλη επιστολή της με ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου 1842 προς τον πατέρα της, η Αμαλία αναφέρεται σε μπαλ μασκέ, που οργάνωσε ο Αυστριακός απεσταλμένος: «Δεν μας κάλεσαν, δεν το αποτόλμησαν, είπαν, αλλά μήνυσαν ότι θα θεωρούσαν τους εαυτούς τους ευτυχείς αν θα θέλαμε να πάμε μόνο για μια στιγμή να δούμε τους μεταμφιεσμένους […] Ο Όθων άρπαξε ευχαρίστως την ευκαιρία. Διασκεδάσαμε πολύ. Μεταξύ άλλων, ήταν τέσσερις μαρκησίες που φορούσαν φούστες με σύρμα στο στρίφωμα και είχαν πουδραρισμένα μαλλιά. Η Βήζενταου ήταν όμορφη, με κοστούμι που παρίστανε μία χωριατοπούλα […] Μερικοί κύριοι από τους καλεσμένους έπαιξαν μία αποκριάτικη φαρσοκωμωδία. Οι καλεσμένοι χόρεψαν πάρα πολύ. Με αυτόν τον τρόπο τελείωσαν οι δικές μας απόκριες, γιατί οι ελληνικές διαρκούν τέσσερις εβδομάδες».
Ο ακαδημαϊκός Δ. Καμπούρογλου εξηγεί πως κατά την Αποκριά της εποχής, απαραίτητη ήταν η χάσκα, «δηλαδή, ανήρτα τις εκ καλάμου δια νήματος εν καθαρισμένον αυγόν, απαράλλακτα όπως σήμερον ο λεγόμενος ψαράς κρεμά εν ξηρόν σύκον. Τούτο εγίνετο ιδίως την τελευταίαν Κυριακήν». Το περιέφερε, λοιπόν, ο μασκαράς – ψαράς στις γειτονιές, στοχεύοντας σε στόματα πιτσιρικάδων που πηδούσαν να φτάσουν την άκρη του νήματος και να φάνε το αυγό (όπως άλλωστε η παράδοση επιτάσσει για την Κυριακή της Απόκρεω, ως τελευταίας μέρας κατανάλωσης ζωικής τροφής).
«Ο λαός ηρκείτο εις τα κοινάς και θεσπισμένας δημοσίας τελετάς των βασιλικών και εθνικών και θρησκευτικών εορτών και των εξ έθους καθιερωμένων πανηγύρεων, οίαι αι των Απόκρεων και της λαϊκωτάτης Καθαράς Δευτέρας, ότε από της προηγουμένης ο κήρυξ διελάλει την έμμετρον πρόσκλησιν… Μασκαράδες και πολίται, στις Κολώνες να βρεθήτε» περιέγραφε ο Μπάμπης Άννινος στο «Αι Αθήναι του 1850 – Εντυπώσεις δύο Γάλλων περιηγητών. Μάξιμος Δυκάν – Γουσταύος Φλωμπέρ».
Στην πορεία των χρόνων, το ξεφάντωμα των μασκαρεμένων χαροκόπων μετατέθηκε στα στενά της Πλάκας. Οι αποκριάτικες εκδηλώσεις έπιαναν από του Ψυρρή κι έφταναν ίσαμε την πλατεία Φιλομούσου. Από το δεύτερο μισό του 19ου αι., και ακριβέστερα το 1887, όταν πρωτοσυστήθηκε το «κομιτάτο της Απόκρεω», δηλαδή μία εκλεγμένη επιτροπή (με επικεφαλής τον δήμαρχο της Αθήνας), που οργάνωνε τις αποκριάτικες εκδηλώσεις, ο γιορτασμός πήρε χαρακτήρα επίσημο και η συμμετοχή όλων των πολιτών κατέστη σχεδόν επιβεβλημένη. Μόνον οι κυρίες απείχαν, γιατί, βλέπεις, η γυναίκα δεν είχε βρει ακόμη τη σειρά της… Ντόπιοι και συντοπίτες από την περιφέρεια συγκεντρώνονταν μασκαρεμένοι στους δρόμους της πόλης και διασκέδαζαν μέχρι πρωίας.
Γράφει ο Δροσίνης στα «σκόρπια φύλλα της ζωής» του: «Στην Πλάκα ήτον η γενική σύναξη των μασκαράδων και θυμούμαι ακόμα πως τις δύο τελευταίες Κυριακές εμείς τα παιδιά ζητούσαμε να μας φέρουν το μεσημεριανό φαΐ στο παράθυρο για να μη χάσωμε ούτε για λίγη ώρα το ατελείωτο πέρασμά τους. Και τι δεν περνούσε από το παράθυρο εκείνο! Η φοβερή καμήλα […]. Το γαϊτανάκι με πολλά καλοντυμένα ζευγάρια, που το έπλεκαν και το ξέπλεκαν χορεύοντας Πόλκα…».
Η καμήλα εντασσόταν τα περίφημα «ξόανα» (ξύλινα ανδρείκελα, που συνήθως τα κατασκεύαζαν στο πλάτωμα του Ψυρρή, όπου τότε υπήρχε χώρος και έβγαιναν στους δρόμους προκαλώντας ταραχή). Ήταν μία κατασκευή με ξύλινο κορμό, που θύμιζε καμήλα, ντυμένη με κουρελούδες και τομάρια, την οποία ζωντάνευαν μασκαράδες κρυμμένοι στην… κοιλιά της. Περιφερόταν στου Ψυρρή και την Πλάκα, ανοιγοκλείνοντας το στόμα της και πειράζοντας τους περαστικούς. Μία αντίστοιχη κατασκευή με αντίστοιχο χαρακτήρα ήταν και η αρκούδα («τούτων μέχρις ημών διεσώθη η των αγυιοπαίδων απολαυστικωτάτη καμήλα και η αρκούδα» καταγράφει ο Θ. Ν. Φιλαδελφεύς).
Αλλά υπήρχαν και τα «ταράματα», που όπως μαρτυρά ο Καμπούρογλου ήταν κι αυτά, όπως και τα ξόανα, εθνολογικής σημασίας. Επρόκειτο για κατάλοιπο βακχικής πομπής και δεν ήταν άλλο από ανθρώπους μεταμφιεσμένους σε ζώα που έτρεχαν σαν δαίμονες στους δρόμους και τρόμαζαν τον κόσμο κρώζοντας και κραδαίνοντας διάφορα θορυβώδη αντικείμενα.
Το 1878, ο Νικόλαος Γύζης θα αποτυπώσει στον καμβά του με μοναδικό τρόπο μία «Αποκριά στην Αθήνα». «Ταράματα», μασκαράδες ντυμένοι με τομάρια, εισβάλλουν σε ένα αθηναϊκό σπίτι τη στιγμή που η οικογένεια απολαμβάνει το γεύμα της. Ο φόβος στα παιδικά πρόσωπα και η ευθυμία σ΄ εκείνα των ενηλίκων αναμειγνύονται με τις μάσκες και τα μπαλόνια, αποτυπώνοντας τα χαρακτηριστικά μίας χαρούμενης γιορτής.
ΤΑ ΖΩΟΤΟΜΑΡΑ ΓΙΝΗΚΑΝ ΦΡΑΓΚΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΞΟΑΝΑ ΑΡΜΑΤΑ…
Τους κατοπινούς οθωνικούς χρόνους, η Αποκριά με τους μασκαράδες της άλλαξαν όψη. Η βαυαροκρατία φύσηξε δυτικό αέρα στην Ελλάδα και οι στολές εξευρωπαΐστηκαν. Τώρα πια οι καρναβαλιστές έτρεχαν στους δρόμους ντυμένοι ιππότες, Βενετσιάνοι, Φράγκοι… Ο τόπος μπήκε σε τροχιά πολιτικών ζυμώσεων και εκλογικού πυρετού. Οι μασκαράδες λειτουργούσαν κριτικά απέναντι στην εκάστοτε εξουσία, μιμούνταν τους πολιτικούς και ντύνονταν σαν κι αυτούς.
Το γύρισμα του αιώνα σηματοδοτεί αλλαγές και για την Αποκριά, με βασική τη συμμετοχή της γυναίκας, αρχικά σε κλειστούς χώρους, εντός και εκτός βασιλικής αυλής. Δεν θα αργήσει να βγει και στους δρόμους ντυμένη με όμορφα φορέματα, συνήθως μαρκησίας ή δούκισσας, κρυμμένη πίσω από κάποια καλαίσθητη μάσκα και πάντα συνοδευμένη από καβαλιέρο. Πολύ σύντομα θα «μετατραπεί» σε κολομπίνα, πιερότο, αρλεκίνο, αλλά και σε άνδρα (έχει ξεκινήσει, άλλωστε, η γυναικεία χειραφέτηση), σατιρίζοντας το «ισχυρό φύλο».
Προϊόντος του χρόνου τα ξόανα γίνονται άρματα, τα ταράματα «εκπολιτίζονται» και δεν μοιράζουν πια αδιακρίτως τα πειράγματά τους. Η αμφίεση γίνεται χρυσοφόρα βιομηχανία παραγωγής αποκριάτικων στολών που πωλούνται ή νοικιάζονται. Κάθε ελληνική πόλη καθιερώνει τον δικό της εορτασμό και γράφει τη δική της σελίδα στη λαογραφία. Όσο για την Πλάκα, το κομμάτι της Αθήνας, όπου κάποτε χτυπούσε δυνατά η καρδιά της Αποκριάς, θα προσπαθεί ισοβίως -και όχι πάντα επιτυχώς- να ισορροπήσει τον εμπορικό, τουριστικό της χαρακτήρα με τον λαογραφικό.