Μετά τη σύνταξη, ο χρόνος άλλαξε χρώμα. Ξυπνούσα χωρίς λόγο, μέρες περνούσαν σαν να ’ταν ίδιες. Κάποια στιγμή είπα: «Θα πάρω κοτόπουλα». Όλοι γέλασαν. Αλλά εγώ το εννοούσα.
Έφτιαξα ένα μικρό κοτέτσι στην αυλή. Πήρα τέσσερα κοτόπουλα. Τους μιλούσα. Τις τάιζα. Καθάριζα κάθε πρωί. Και το πιο παράξενο; Άρχισα να νιώθω χρήσιμος. Οι μέρες απέκτησαν ρυθμό. Τα εγγόνια ήθελαν να ταΐζουν τις «κοτούλες του παππού».
Και το σημαντικότερο; Το πρωινό αυγό, κάθε μέρα, ήταν η πιο απλή και δυνατή υπενθύμιση ότι η ζωή, ακόμα και σε μικρές δόσεις, έχει γεύση.
