Ήταν καλοκαίρι, λίγο μετά τα 70 μου, όταν την ξαναβρήκα στο παλιό υπόγειο. Η μοτοσυκλέτα μου. Εκείνη η κόκκινη Honda από τα 80s. Σκουριασμένη, με λάστιχα ξεφούσκωτα, αλλά ήταν σαν να την είχα αγγίξει χτες.
Την έβγαλα έξω. Οι γείτονες κοιτούσαν, μάλλον από περιέργεια – ή από φόβο μην τη βάλω μπρος. Είπα: «Θα τη φτιάξω». Και τη φτιάξαμε – εγώ κι ο γιος μου. Πήρε βδομάδες, αλλά κάθε βίδα, κάθε καθάρισμα, ήταν σαν να ξανασυναρμολογούσα ένα κομμάτι του εαυτού μου.
Όταν την έβαλα ξανά μπροστά, η καρδιά μου χτύπησε σαν τότε. Πήρα τον επαρχιακό δρόμο, με κράνος και αργά – αλλά με τον αέρα να μου θυμίζει νιάτα, θάρρος, ελευθερία.
Δεν ήταν απλώς βόλτα. Ήταν αποκατάσταση.
