Δεν ξέρω τι με έπιασε εκείνο το πρωί. Ίσως ο ήλιος, ίσως η μνήμη ενός καλοκαιριού του ’63 που ξύπνησε από κάποιο όνειρο. Κατέβηκα στην αποθήκη και το είδα εκεί, θαμμένο πίσω από χαρτόκουτα και παλιά ραδιόφωνα: το ποδήλατο. Το πρώτο που αγόρασα όταν πήρα σύνταξη και είχα πει πως “τώρα θα ταξιδεύω κάθε μέρα”.
Η σέλα ήταν σκονισμένη, τα λάστιχα ξεφούσκωτα, αλλά είχε ακόμα εκείνη την ελευθερία πάνω του. Το πήγα στον ποδηλατά, και με κοιτούσε σαν να μην πίστευε ότι στα 74 θέλω να ξανακαβαλήσω. Δεν του έδωσα εξηγήσεις. Μόλις το πήρα πίσω, άρχισα με μικρές διαδρομές. Στο τετράγωνο, μετά μέχρι το πάρκο, μετά μέχρι το καφέ που πήγαινα με τη γυναίκα μου.
Εκεί την είδα πρώτη φορά μετά από χρόνια: μια γυναίκα στην ηλικία μου, να διαβάζει κάτω από δέντρο. Τη χαιρέτησα. Μου χαμογέλασε. Δεν έχει σημασία αν την ξαναείδα – αλλά ότι ήμουν πάλι εκεί, πάνω σε δύο ρόδες, με τον άνεμο στο πρόσωπο και την καρδιά να χτυπά λίγο πιο δυνατά.
Από τότε, το ποδήλατο δεν μπήκε ξανά στην αποθήκη. Είναι η υπενθύμιση ότι όσο κινείσαι, ζεις. Και ότι ποτέ δεν είναι αργά για να ξαναβρείς κάτι που νόμιζες πως έχασες: τον εαυτό σου.
